Στον «πάτο» των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) όσον αφορά τις αναρρωτικές άδειες ανά έτος, κατατάσσονται οι Έλληνες εργαζόμενοι. Ειδικότερα, στην Ελλάδα καταγράφεται ο χαμηλότερος αριθμός ημερών αναρρωτικής αδείας ετησίως (μόλις 1,4) όταν ο μέσος όρος των χωρών - μελών του ΟΟΣΑ, είναι 14 ημέρες.
Ενδεικτικά, στη Νορβηγία που κατακτά την πρωτιά ο μέσος όρος ημερών αναρρωτικής αδείας ανά εργαζόμενο ετησίως υπερβαίνει τις 25, ενώ και στη Γερμανία, ο αντίστοιχος μέσος όρος ξεπερνά τις 15 ημέρες. Μόνο μία ακόμη από τις χώρες του μεσογειακού Νότου, η Ιταλία, βρίσκεται χαμηλά στη σχετική κατάταξη, με τον μέσο όρο ημερών αναρρωτικής αδείας ανά εργαζόμενο να είναι κάτω από δέκα σε ετήσια βάση.
Το «ασημένιο» στη σχετική λίστα απονέμεται στη Φινλανδία, ενώ την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν η Πορτογαλία, η Γαλλία και η Ισπανία. Κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, κινείται η Λετονία, η Δανία, Σουηδία και Σλοβακία, ενώ μονοψήφιος αριθμός ημερών αναρρωτικής αδείας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο παρατηρείται (πέρα από τη χώρα μας και την Ιταλία) σε: Ιρλανδία, Πολωνία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο και Ουγγαρία.
Χαρακτηριστικά η κατάταξη έχει ως εξής:
- Νορβηγία (27,5 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Φινλανδία (26,6 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Πορτογαλία (23,7 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Γαλλία (22,5 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Ισπανία (22,4 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Σλοβενία (20,8 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Σουηδία (18,7 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Εσθονία (18 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Γερμανία (17,7 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Τσεχία (17 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Βέλγιο (16,4 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Ισλανδία (15,7 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Αυστρία (15,7 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Ολλανδία (14,1 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- ΟΟΣΑ (14 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Λετονία (12,9 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Δανία (12,6 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Σουηδία (11,8 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Σλοβακία (10,1 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Ιρλανδία (9,3 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Πολωνία (9 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Λιθουανία (8,6 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Ιταλία (8,3 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Λουξεμβούργο (7,7 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Ουγγαρία (6,3 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
- Ελλάδα (1,4 ημέρες αναρρωτικής άδειας ανά εργαζόμενο ετησίως κατά μέσο όρο)
Kαταρρίφθηκε μύθος του «τεμπέλη Έλληνα»
Προ ημερών άλλωστε, όπως έγραψε το insider.gr, Eurostat και ΟΟΣΑ αποδόμησαν εντελώς την καραμέλα του «τεμπέλη Έλληνα» και αποκάλυψαν πως οι εργαζόμενοι στη χώρα μας δουλεύουν περισσότερο από όλους τους Ευρωπαίους, αλλά αμείβονται με μισθούς... Βαλκανίων. Έλληνες και Πολωνοί είναι οι πιο σκληρά εργαζόμενοι στην ΕΕ, ενώ στον αντίποδα οι Γερμανοί εργάζονται λιγότερο, με τις ώρες εργασίας τους να έχουν περιοριστεί το 2022 σε 1.301, δηλαδή 76 λιγότερες από ό,τι πριν από 23 χρόνια.
Αντίθετα, οι ώρες εργασίας των Ελλήνων αγγίζουν τις 1.700, σχεδόν 400 περισσότερες από εκείνες των Γερμανών. Η εργατικότητα των Ελλήνων δεν έχει άμεση επίπτωση στον μισθό τους, καθώς η χώρα μετά τη 10ετή κρίση και τα τρία μνημόνια που μεσολάβησαν δεν έχει ανακτήσει τις δυνάμεις της στην αγορά εργασίας.
Στα τάρταρα της ευρωπαϊκής κατάταξης οι μισθοί στην Ελλάδα
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή κατάταξη με τους μέσους μισθούς πλήρους απασχόλησης και παρά τις σημαντικές αυξήσεις αποδοχών που καταγράφει το Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ», η χώρα μας είναι στην 3η θέση από το τέλος στη λίστα με την κατάταξη των χωρών της ΕΕ. Επιπροσθέτως, τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, αποκάλυψαν πως οι μέσες ετήσιες αποδοχές ενός εργαζόμενου πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα το 2023 ανέρχονται στα 17.013 ευρώ, έναντι 16.407 ευρώ το 2022. Η ποσοστιαία μεταβολή διαμορφώνεται στο 3,69% και αποτελεί μια από τις χειρότερες επιδόσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
«Πληγή» οι αναρρωτικές διαρκείας;
Στη Βρετανία, ο αριθμός των οικονομικά ανενεργών ατόμων σε ηλικία εργασίας έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 800.000 από τις αρχές του 2020 με τις μακροχρόνιες αναρρωτικές άδειες να στοιχίζουν σχεδόν 42 δισ. δολάρια σε επίπεδο παραγωγικότητας, αριθμός που θα μπορούσε να διπλασιαστεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Παρόμοια δραματικά νούμερα έχουν εμφανιστεί και σε άλλες χώρες στην Ευρώπη. Οι εργοδότες στη Γερμανία ξόδεψαν πέρυσι το ρεκόρ των 77 δισ. ευρώ για αναρρωτικές άδειες των εργαζομένων, υπερδιπλάσια από τα επίπεδα του 2010, όπως ανακοίνωσε το ινστιτούτο οικονομικής έρευνας IW. Η ατμομηχανή της Ευρώπης χάνει περίπου 200 δισ. ευρώ ετησίως από τις ημέρες ασθενείας, σύμφωνα με εκτιμήσεις κυβερνητικών στελεχών από το Βερολίνο.
«Ένα από τα πιο τρομακτικά στατιστικά στοιχεία σε αυτόν τον τομέα είναι ότι εάν κάποιος έχει λάβει αναρρωτική άδεια για τουλάχιστον έξι μήνες, η πιθανότητα να φύγει εντελώς το εργατικό δυναμικό είναι μεγαλύτερη από την πιθανότητα να επιστρέψει», προειδοποίησε ο Κρίστοφερ Πριντζ, ανώτερος αναλυτής αγοράς εργασίας στον ΟΟΣΑ στο Παρίσι.