Αυξήσεις μισθών κατά 5,6% προβλέπει για το 2025 η Τράπεζα της Ελλάδος, ελαφρώς χαμηλότερες από τις φετινές αυξήσεις σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, που κινήθηκαν πλησίον του πεδίου του 5,9%.
Στην ενδιάμεσή έκθεσή της η ΤτΕ εκτιμά πως το 2025 οι συνολικές αμοιβές και οι αμοιβές ανά μισθωτό θα επιβραδυνθούν ελαφρά έναντι του 2024, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη μικρή επιτάχυνση της παραγωγικότητας, θα συντελέσει σε υποχώρηση του ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Η Τράπεζα επισημαίνει πως κατά το 2024 οι συνολικές αποδοχές αυξήθηκαν περισσότερο από ό,τι το 2023, ενώ οι αμοιβές ανά μισθωτό επιταχύνθηκαν ακόμη πιο πολύ, καθώς η μισθωτή απασχόληση εμφάνισε αισθητή επιβράδυνση.
Ο ρυθμός ανόδου της παραγωγικότητας ήταν σχεδόν ίσος με εκείνον του 2023, αλλά ο ρυθμός ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επιταχύνθηκε σημαντικά.
Η άνοδος των αποδοχών το 2024 επηρεάστηκε από την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και από τη λήξη της αναστολής των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, η οποία είχε νομοθετηθεί κατά την περίοδο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Επιπλέον, χορηγήθηκε αύξηση 6,4% από 1ης Απριλίου 2024 στον κατώτατο μισθό.
Σύμφωνα με την ΤτΕ οι μισθοί όσον αφορά το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας, αυξήθηκαν κατά 4,9% το 2022, κατά 5,3% το 2023, κατά 5,9% το 2024 και η πρόβλεψη για το 2025 είναι ότι θα αυξηθούν κατά 5,6%.
Όσον αφορά τις συλλογικές συμβάσεις στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 υπογράφηκαν 184 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες καλύπτουν 126.371 μισθωτούς. Από αυτές, 67 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες δεν περιλαμβάνουν μισθολογικές ρυθμίσεις.
Ο παράγοντας του δημογραφικού
Ωστόσο η ΤτΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνουν για το δημογραφικό, υποστηρίζοντας πως αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για την πληθυσμιακή συρρίκνωση και τη μείωση του εργατικού δυναμικού, η ελληνική οικονομία θα δοκιμαστεί.
«Η δημογραφική γήρανση αναμένεται να συρρικνώσει το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας. Αυτό απαιτεί την υιοθέτηση ενεργητικών πολιτικών και προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην αγορά εργασίας που θα έχουν ως στόχο την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό, τον περιορισμό του αριθμού
των μακροχρόνια ανέργων και την επανένταξη στο εργατικό δυναμικό όσων έχουν αποθαρρυνθεί. Παράλληλα όμως, απαιτούνται και στοχευμένες πολιτικές όσον αφορά την ένταξη των μεταναστών και την προσέλκυση ξένων εργαζομένων για να αντιμετωπιστούν οι ήδη παρατηρούμενες ελλείψεις στον αγροτικό τομέα και στους κλάδους που σχετίζονται με τον τουρισμό και τις κατασκευές» τονίζει η ΤτΕ.
Δεδομένων των περιορισμών που θέτουν οι δημογραφικές εξελίξεις, απαιτείται η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας προκειμένου να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική, επισημαίνεται στην έκθεση. «Η παραγωγικότητα της εργασίας ακολούθησε αυξητική τάση κατά την πορεία ένταξης της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) έως και την περίοδο πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009.
Έπειτα, κινήθηκε καθοδικά λόγω της κρίσης χρέους, φθάνοντας στο κατώτατο επίπεδό της το 2020. Τα τελευταία χρόνια η παραγωγικότητα της εργασίας ανέκαμψε, επανερχόμενη σε πορεία σύγκλισης με τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι το 2024 θα διαμορφωθεί στο 57,9% (63,3%) της παραγωγικότητας της εργασίας στην ευρωζώνη (στην ΕΕ-27). Παρ’ όλα αυτά, η απόσταση που πρέπει να καλύψει η ελληνική οικονομία όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας είναι πολύ μεγάλη και θα απαιτήσει μακρόχρονη προσπάθεια».