Χαμηλότερες κατά 13,3% είναι οι αμοιβές στο Δημόσιο έναντι του ιδιωτικού τομέα, ενώ το μισθολογικό χάσμα υπέρ του ιδιωτικού τομέα διευρύνθηκε το 2022, 2023 και 2024 λόγω της αύξησης των κατώτατων μισθών στις επιχειρήσεις.
Στην μελέτη του ΚΕΠΕ με τίτλο «Χάσμα αμοιβών ιδιωτικού και δημόσιου τομέα» επισημαίνονται οι διαφορές στην ανθρωπογεωγραφία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και διαπιστώνεται πως οι γυναίκες δημόσιοι υπάλληλοι είναι οι μεγάλες κερδισμένες καθώς:
- αποτελούν την πλειονότητα των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα (54%), σε αντίθεση με τον ιδιωτικό όπου οι πλειονότητα των μισθωτών είναι άνδρες.
- αμείβονται υψηλότερα από τους άνδρες συναδέρφους τους κατά 16,2%.
Σε ό,τι αφορά τη σχέση εργασίας, η μερική απασχόληση στο δημόσιο είναι περιορισμένη (3,3%), αφού εξαντλείται στους/στις ωρομίσθιους-ες, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα που αντιστοιχεί στο 10,3%. Αντιθέτως, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι περισσότερο διευρυμένες στον δημόσιο τομέα (15% έναντι 14,5% στον ιδιωτικό).
Αναφορικά με τη θέση ευθύνης, το ποσοστό των ατόμων που συντονίζει άλλους εργαζόμενους είναι υψηλότερο στο δημόσιο σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα (19,4% έναντι 12,4%). Αυτό προκύπτει για δύο λόγους:
- Ο πρώτος οφείλεται στο γεγονός ότι η πλειονότητα των εργαζόμενων που απασχολούνται σε πολύ μικρές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα δεν συντονίζεται από κάποιο συνάδελφο, αλλά από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης.
- Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το μέσο μέγεθος της βασικής διοικητικής μονάδας στο δημόσιο (Τμήμα) είναι κατά κανόνα μικρότερο σε σχέση με ό,τι ισχύει στις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Σε ό,τι αφορά το επίπεδο εκπαίδευσης, οι διαφορές μεταξύ του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα είναι αναμενόμενες πλην όμως μεγάλες. Συγκεκριμένα, το 46,4% των απασχολούμενων στον δημόσιο τομέα είναι κάτοχοι πτυχίου πανεπιστημίου, ενώ ένα πρόσθετο 13,7% έχει μεταπτυχιακό (Master) ή διδακτορικό. Δηλαδή, το 60,1% των απασχολούμενων στον δημόσιο τομέα έχουν τελειώσει το πανεπιστήμιο.
Το αντίστοιχο (αθροιστικό) ποσοστό στον ιδιωτικό τομέα είναι 32,6%. Αντιθέτως, το 67,4% των ιδιωτικών υπαλλήλων έχουν ως ανώτερο ολοκληρωμένο επίπεδο σπουδών έως και τη μετα-δευτεροβάθμια εκπαίδευση έναντι 39,9% στον δημόσιο τομέα.
Σε ό,τι αφορά το μέγεθος της επιχείρησης, στον ιδιωτικό τομέα το 59,2% των μισθωτών απασχολείται σε επιχειρήσεις με έως 10 άτομα προσωπικό και μόλις το 3,6% σε επιχειρήσεις με περισσότερα από 50 άτομα, κάτι το οποίο αναδεικνύει τον σημαντικό ρόλο που –παρά τις τάσεις πόλωσης– συνεχίζουν να παίζουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις στη δομή της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.
Τέλος, οι απασχολούμενοι στο δημόσιο σε σχέση με τους μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα, έχουν σημαντικά υψηλότερη μέση ηλικία (47,6 έναντι 40 ετών), προϋπηρεσία στη συγκεκριμένη επιχείρηση (16,5 έτη έναντι 8,2 ετών στον ιδιωτικό τομέα), συμμετοχή στην αγορά εργασίας (23,7 έτη έναντι 17,4 ετών στον ιδιωτικό τομέα), ενώ η μέση διάρκεια εβδομαδιαίας απασχόλησης είναι μικρότερη στο δημόσιο (38,9 ώρες) έναντι του ιδιωτικού τομέα (40,7 ώρες).
Καλοπληρωμένες οι γυναίκες στο Δημόσιο
Οι απασχολούμενοι στο δημόσιο έχουν υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, είναι μεγαλύτερης ηλικίας, περισσότερο πιθανό να έχουν θέση ευθύνης, έχουν μεγαλύτερη προϋπηρεσία τόσο στη σημερινή τους εργασία όσο και στην αγορά εργασίας συνολικά και εργάζονται στη συντριπτική τους πλειονότητα με συμβάσεις πλήρους απασχόλησης.
O μέσος όρος των καθαρών μηνιαίων αμοιβών των απασχολούμενων στον δημόσιο τομέα σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, περιλαμβάνει σημαντικές όμως αποκλίσεις ανά πληθυσμιακή ομάδα.
Για παράδειγμα, η μέση αμοιβή στον δημόσιο τομέα ήταν υψηλότερη έναντι του ιδιωτικού για τις γυναίκες (16,2%), για τους εργαζόμενους-ες με μερική απασχόληση (37,8%), για όσους-ες το ανώτερο ολοκληρωμένο επίπεδο εκπαίδευσης είναι το Λύκειο (7,8%) και για όσους-ες έχουν πτυχίο πανεπιστημίου, αλλά δεν έχουν μεταπτυχιακό (6,0%).
Αντιθέτως, οι μέσες καθαρές μηνιαίες αποδοχές των απασχολούμενων στο δημόσιο με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο σπουδών υπολείπονται κατά 17,9% έναντι του ιδιωτικού τομέα, ενώ για όσους-ες συντονίζουν άλλους εργαζόμενους υπολείπονται κατά 22,6%.
Σε ό,τι αφορά τις γυναίκες και τα άτομα με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, το μισθολογικό χάσμα οφείλεται στην επίπτωση που είχε η αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα.
Το αρνητικό μισθολογικό χάσμα του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού τομέα οφείλεται στο ουσιαστικό πάγωμα αμοιβών στον δημόσιο τομέα κατά τα τελευταία 10 έτη, σε συνδυασμό με τη σχετική ανελαστικότητα των αμοιβών του δημοσίου στις μεταβολές του οικονομικού περιβάλλοντος.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο μισθός στο δημόσιο δεν καθορίζεται μέσα από μια διαδικασία διαπραγμάτευσης αλλά μέσω διοικητικής απόφασης, και αυτό του προσδίδει μια σχετική ανελαστικότητα. Για παράδειγμα, στον ιδιωτικό τομέα, η αύξηση της ανεργίας ασκεί καθοδικές πιέσεις στον μισθό και αντιστρόφως, φαινόμενο που δεν εμφανίζεται στον δημόσιο τομέα.