Η αύξηση της συνεισφοράς του ελληνικού τουρισμού στην εθνική οικονομία, μετά από τρεις πανδημικές χρονιές, η αδήριτη ανάγκη για αλλαγή του τουριστικού μοντέλου και η αποφυγή του υπερτουρισμού, είναι οι τρεις μεγάλες προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα ηγεσία του υπουργείου Τουρισμού.
Στόχος άλλωστε, όπως έχουν επισημάνει πολλές φορές οι φορείς και οι επιχειρηματίες του κλάδου, θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη των τουριστικών μεγεθών να προκύψει μέσα από μια διαδικασία βιώσιμης ανάπτυξης που θα εννοεί την χώρα καθ' όλη την διάρκεια του έτους και στο σύνολό της.
Τα δεδομένα
Όπως μαρτυρούν τα μέχρι σήμερα δεδομένα, ο κλάδος που εισφέρει άμεσα κι έμμεσα το 25% του εγχώριου ΑΕΠ σε συνθήκες κανονικότητας, πρέπει να αλλάξει, όχι τόσο ποσοτικά όσο ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Να θυμίσουμε ότι μέχρι προ πανδημίας η τουριστική δραστηριότητα στη χώρα σημείωνε συνεχή ανοδικά ρεκόρ, με αποκορύφωμα την χρυσή χρονιά του 2019 όπου εισέρευσαν στην χώρα περί τα 31,3 εκατ. τουρίστες εισφέροντας 18,2 δισ. ευρώ τουριστικά έσοδα. Η μερίδα του λέοντος αυτών βέβαια, συγκεντρώνονταν σε συγκεκριμένες περιφέρειες της χώρας για συγκεκριμένους μήνες το χρόνο, δημιουργώντας φαινόμενα κορεσμού που απειλούσαν να διαταράξουν την εμπειρία των επισκεπτών αλλά και την καθημερινότητα των κατοίκων.
Διαχείριση προορισμών, ανάπτυξη υποδομών και επιμήκυνση της σεζόν
Το φαινόμενο δείχνει να συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, παρότι η σεζόν έχει εν μέρει επιμηκυνθεί. Αρκεί να αναφέρουμε ότι την προηγούμενη χρονιά, όπου η ανάκαμψη των τουριστικών μεγεθών προσέγγισε τις προ πανδημικές επιδόσεις, ο κλάδος συνέχισε να κινείται με δύο ταχύτητες στην χώρα. Ειδικότερα από τα 27,8 εκατ. τουριστών που «ψήφισαν» Ελλάδα το 2022, το 83,5% κατευθύνθηκε σε πέντε από τις 13 Περιφέρειες της χώρας (Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου 21,3%, η Περιφέρεια Αττικής 17,9%, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας 17,8%, η Περιφέρεια Κρήτης 16,3% και η Περιφέρεια Ιονίων Νήσων 10,1%) και μόλις το 16,5% στις υπόλοιπες οκτώ.
Αντίστοιχα, η τουριστική δραστηριότητα ξεπέρασε τα μεγέθη του 2019 κυρίως κατά την διάρκεια του τετραμήνου Ιούνιος - Σεπτέμβριος, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό το αποτύπωμα του κλάδου στην οικονομία και την κοινωνία. Θα πρέπει να επισημανθεί βέβαια, ότι η παράταση κάποιων αεροπορικών συνδέσεων μέχρι και τον Δεκέμβριο και η φετινή έγκαιρη έναρξη πτήσεων κατάφερε να διευρύνει μερικώς τη σεζόν, η οποία όμως παραμένει εστιασμένη στο μοντέλο «ήλιος και θάλασσα».
Για έναν σωστό επιμερισμό της τουριστικής κίνησης ωστόσο, καθόλη την διάρκεια του έτους, δεν αρκεί η έναρξη του καλοκαιριού νωρίτερα από το συνηθισμένο αλλά η στόχευση και σε άλλες μορφές εναλλακτικού τουρισμού που παραδοσιακά προσελκύουν επισκέπτες πέρα από την καλοκαιρινή περίοδο. Σε αυτές συγκαταλέγεται και ο συνεδριακός τουρισμός, για τον οποίο μένουν πολλά ακόμα να γίνουν ώστε η χώρα να αναπτυχθεί στα πρότυπα ανταγωνιστικών χωρών του εξωτερικού. Να θυμίσουμε ότι σύμφωνα με την HAPCO κρίνεται αναγκαία η δημιουργία μητρώου συνεδρίων στην Ελλάδα, ώστε η εικόνα και το πραγματικό εκτόπισμα του κλάδου να μην παραμένει θολό, η εξειδικευμένη καμπάνια προώθησης του συνεδριακού τουρισμού αλλά και η δημιουργία ενός Μητροπολιτικού Συνεδριακού Κέντρου, που θα επιτρέψει στη χώρα να διεκδικήσει συνέδρια άνω των 5.000 ατόμων.
Πέρα από την χρονική επιμήκυνση και χωροταξική επέκταση της σεζόν όμως, εξίσου αναγκαίες κρίνονται και οι παρεμβάσεις που αφορούν στην διεύρυνση της φέρουσας ικανότητας των προορισμών ώστε η υπερσυγκέντρωση των ταξιδιωτών τους μήνες αιχμής να μην απειλεί να εξαντλήσει τους πόρους και τις υποδομές του κάθε προορισμού με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εικόνα της χώρας και για τους κατοίκους της. Η λύση εν προκειμένω, όπως έχουν σημειώσει πάμπολλες φορές οι επιχειρηματίες του κλάδου, απαιτεί στρατηγική διαχείριση προορισμών αλλά και επενδύσεις σε υποδομές (λιμάνια, αεροδρόμια, δίκτυα κοινής ωφέλειας, οδικά έργα). Γεγονός που με την σειρά του προβλέπει τον άρτιο συντονισμό των συναρμόδιων υπουργείων ή την μεταφορά κάποιων αρμοδιοτήτων ώστε να αρθούν οι αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Το φαινόμενο των βραχυχρόνιων μισθώσεων
Άμεσες παρεμβάσεις για να διατηρηθεί η καλή εικόνα που έχτισε ο κλάδος μετά και την επιτυχημένη διαχείριση της πανδημίας, απαιτεί και η αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων, άλλη μια συναρμοδιότητα που επιτάσσει λεπτούς χειρισμούς και καλό συντονισμό. Να θυμίσουμε ότι βασική πρόκληση εδώ είναι ο διαχωρισμός της οργανωμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας από την περιστασιακή ιδιωτική εκμετάλλευση, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί. Ενδεικτικά στον ΔΑΑ, για παράδειγμα, η επιβατική κίνηση το πρώτο εικοσαήμερο του Ιουνίου καταγράφηκε 6,5% υψηλότερη από τον αντίστοιχο μήνα της χρυσής χρονιάς του 2019, τροφοδοτούμενη τόσο από εγχώριους όσο κι από διεθνείς επιβάτες.
Ωστόσο η κίνηση στα ξενοδοχεία της πρωτεύουσας παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με το 2019, με τους ξενοδόχους να επισημαίνουν ότι μέρος των επιπρόσθετων επισκεπτών κατευθύνθηκαν στα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Καταλύματα που, όπως αναφέρουν, διέπονται από πολύ πιο χαλαρούς κανόνες λειτουργίας και μικρότερες επιβαρύνσεις, ακόμα κι αν αποτελούν «ατύπως» επαγγελματική δραστηριότητα. Σε αυτό το πλαίσιο τονίζουν ότι αποτέλεσμα της προαναφερθείσας ρύθμισης θα είναι αφενός η αύξηση των εσόδων των ξενοδοχείων κι αφετέρου η αύξηση των δημοσίων εσόδων ενώ θα διασφαλιστεί και ο υγιής ανταγωνισμός στην συγκεκριμένη επιχειρηματική δραστηριότητα.
Έλλειψη εργαζομένων
Μια ακόμα μεγάλη πρόκληση για την επόμενη ημέρα του κλάδου που προέκυψε μετά την πανδημία είναι και η έλλειψη εργαζομένων. Το πρόβλημα βρίσκεται στην κορυφή των ζητημάτων που απασχολούν την τουριστική βιομηχανία της χώρας, δεδομένου ότι το 2022 μία στις πέντε θέσεις εργασίας στα ξενοδοχεία δεν καλύφτηκε. Σε απόλυτα νούμερα οι ελλείψεις προσωπικού με βάση του στοιχεία του «Ιnsete» ανήλθαν σε 60.225 από τις 262.981 θέσεις εργασίας που προβλέπονται συνολικά βάσει οργανογράμματος στα ξενοδοχεία.
Για το 2023 δε, σε όλο τον κλάδο του τουρισμού, τουριστικά γραφεία, αεροπορικές υπηρεσίες, ενοικιάσεις αυτοκινήτων κλπ οι ελλείψεις σε προσωπικού φτάνουν ή και ξεπερνούν τις 100.000, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ομαλή δραστηριοποίηση τους. Η «λύση» της εισαγωγής εργαζομένων από τρίτες χώρες αποδείχθηκε μέχρι στιγμής «ανεπαρκής», καθώς με την τελευταία υπουργική απόφαση εγκρίθηκε η δυνατότητα μετάκλησης 9.261 εργαζομένων για τους κλάδους εστίασης και καταλυμάτων για την περίοδο 2023 – 2024, όταν τα αιτήματα αφορούσαν 80.316 εργαζομένους, δηλαδή μόλις και μετά βίας καλύφθηκε το 11,5% αυτών.
Οι άμεσα εμπλεκόμενοι επισημαίνουν ότι η ρύθμιση επιδέχεται βελτιώσεις ώστε να μειωθεί η γραφειοκρατία και να γίνει πιο λειτουργική ενώ η χώρα θα πρέπει να στραφεί και στην τουριστική εκπαίδευση, για να δημιουργεί στελέχη στον κλάδο αλλά και για να εξάγει την εξειδίκευση που έχει αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια.
«Κλειδί» ωστόσο για την επίτευξη όλων των παραπάνω είναι η ενεργοποίηση του διαλόγου μεταξύ κυβερνητικών παραγόντων, τοπικών κοινωνιών και επιχειρηματιών του κλάδου ώστε να βρεθούν οι χρυσές τομές και τα σχέδια δράσης να μετουσιωθούν σε επιτυχημένες πολιτικές. Κάτι που η νέα υπουργός Τουρισμού, Όλγα Κεφαλογιάννη, γνωρίζει άλλωστε ήδη από την προηγούμενη θητεία της (το 2012) στο εν λόγω υπουργείο.