Ολική επαναφορά έκανε ο ελληνικός τουρισμός το 2023 με την χώρα μας να ακολουθεί μια ιδιαιτέρως δυναμική πορεία σε σχέση με την προπανδημική χρονιά του 2019, όταν μάλιστα οι διεθνείς αφίξεις και εισπράξεις συνέχισαν να υπολείπονται της προπανδημικής χρονιάς τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Το παραπάνω προκύπτουν τουλάχιστον από το νέο στατιστικό δελτίο του ΙΝΣΕΤΕ για τον «Απολογισμό του 2023», στον οποίο τονίζεται ότι οι επιδόσεις της προηγούμενης χρονιάς χάρισαν στο 2023 τον τίτλο του έτους αναφοράς για τον ελληνικό τουρισμό.
Καλύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο κινήθηκε ο ελληνικός τουρισμός
Να υπενθυμίσουμε ότι οι επιδόσεις της Ελλάδας ήταν θετικές, καθώς οι διεθνείς αφίξεις αυξήθηκαν κατά +4% και οι εισπράξεις κατά +12% σε σύγκριση με τα επίπεδα πριν την πανδημία ενώ σε σχέση με το 2022 η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση καταγράφηκε αυξημένη κατά +17,6% και διαμορφώθηκε σε 32.735 χιλ. ταξιδιώτες ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις παρουσίασαν αύξηση της τάξης του 15,7% σε σύγκριση με το 2022 και διαμορφώθηκαν στα 20.460 εκατ.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τουρισμός: Στα άκρα της σεζόν κρίνεται το στοίχημα του 2024
Οι προαναφερθείσες επιδόσεις σημειώθηκαν όταν σε παγκόσμιο επίπεδο το 2023 συνέχισε να υπολείπεται κατά -12% και κατά -7% σε διεθνείς αφίξεις τουριστών και σε διεθνείς τουριστικές εισπράξεις σε σχέση με το 2019. Αναλυτικότερα, η Μέση Ανατολή σημείωσε το 2023 την ισχυρότερη ανάκαμψη σε σχέση με το 2019 με τις αφίξεις να ανέρχονται στο +122% του προ πανδημίας επιπέδου. Η Ευρώπη, η περιοχή με τις περισσότερες επισκέψεις στον κόσμο, έφτασε το 94% των επιπέδων του 2019, υποστηριζόμενη από την ενδοευρωπαϊκή ζήτηση και τα ταξίδια από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Αφρική ανέκτησε το 96% του προ πανδημίας επιπέδου ενώ η Αμερική έφτασε μόλις στο 66%. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα η ανάκαμψη σε σχέση με το 2019 ανήλθε στο +104%.
Η εικόνα ήταν πανομοιότυπη και σε επίπεδο εσόδων, τα οποία παγκοσμίως ανέκαμψαν κατά 93% σε σχέση με τα επίπεδα πριν την πανδημία όταν στην Ελλάδα ανέκαμψαν κατά 112% σε σχέση με το 2019.
Πέταξαν οι αεροπορικές αφίξεις - Το μερίδιο αγοράς των αεροδρομίων
Στις προαναφερθείσες επιδόσεις συνέβαλαν περισσότερο οι αεροπορικές και λιγότερο οι οδικές αφίξεις, με τις τελευταίες να αυξάνονται αισθητά έναντι της αμέσως προηγούμενης χρονιάς (2022) χωρίς όμως να επιτυγχάνουν να αναπληρώσουν το έδαφος που χάθηκε από την πανδημία.
Για την ακρίβεια οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις έφτασαν τα 24,1 εκατ., παρουσιάζοντας αύξηση κατά 11,8% έναντι του 2022. Αξιοσημείωτες αυξήσεις στις αφίξεις οι οποίες άγγιξαν το +27,4% και +19,4% αντίστοιχα, καταγράφηκαν στα αεροδρόμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Οι δύο αυτοί αερολιμένες υποδέχτηκαν συνολικά 9,5 εκατ. τουρίστες (7,1 εκατ. διεθνείς αεροπορικές αφίξεις ο ΔΑΑ και 2,4 εκατ. διεθνείς αεροπορικές αφίξεις το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης), καταφέρνοντας αισθητά ποσοστά ανάκαμψης ήδη από το πρώτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2022, όπου ίσχυαν ακόμα ταξιδιωτικοί περιορισμοί.
Όσο για τον επιμερισμό των αφίξεων, αρκεί να αναφερθεί ότι η πρώτη πεντάδα των αεροδρομίων υποδέχτηκε το περασμένο έτος το 72,6% των διεθνών αφίξεων. Ειδικότερα, η Αθήνα δέχτηκε το 29,4% των εισερχόμενων διεθνών αεροπορικών αφίξεων το 2023. Στην δεύτερη θέση βρέθηκε το Ηράκλειο με 14,8%, στην τρίτη η Ρόδος με 10,9% και στην τέταρτη θέση η Θεσσαλονίκη με 9,8%. Ακολούθησε η Κέρκυρα με 7,6%.
Στην έκτη θέση βρίσκονται τα Χανιά με 5,9%, στην έβδομη θέση η Κως με 5,4% και στην όγδοη θέση η Ζάκυνθος με 4,1%. Η δεκάδα συμπληρώνεται με την Σαντορίνη με 3,1% και με την Μύκονο με 2,3%. Οι αφίξεις στην πρώτη δεκάδα των αεροδρομίων αντιστοιχούν στο 93,4% των συνολικών διεθνών αεροπορικών αφίξεων το 2023. Τέλος, για το Άκτιο το μερίδιο αγοράς ανέρχεται σε 1,6%, για την Κεφαλονιά σε 1,5% και για την Σκιάθο σε 1,0%.
Συνέχισαν να υπολείπονται οι οδικές αφίξεις του 2019
Σημαντική αύξηση έναντι του 2022 σημείωσαν και οι διεθνείς οδικές αφίξεις, οι οποίες άγγιξαν τα 10,4 εκατ., έναντι 8,0 εκατ. της περιόδου Ιανουαρίου - Δεκεμβρίου 2022, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του +30,4%.Παρόλα αυτά βέβαια, η επιστροφή στα προπανδημικά μεγέθη δεν επετεύχθη καθώς το 2019 είχαν καταγραφεί 12.342.879 διεθνείς οδικές αφίξεις, ήτοι 15,4% λιγότερες το 2023 από την μέχρι πρότινος χρυσή για τον τουρισμό χρονιά του 2019.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Οι «κρυφές» αγορές τροφοδότες του ελληνικού τουρισμού
Ενθαρρυντικό ήταν ωστόσο το γεγονός ότι το 2023 παρατηρήθηκε αύξηση από όλες τις γειτονικές χώρες σε σύγκριση με το 2022. Ειδικότερα, η μεγαλύτερη αύξηση σε απόλυτες διαφορές καταγράφηκε από την Βουλγαρία (+50,6%) καθώς σημειώθηκαν 4,5 εκατ. οδικές αφίξεις. Από την Τουρκία καταγράφηκαν 1,2 εκατ. οδικές αφίξεις με την αύξηση να ανέρχεται σε +395 χιλ. Από την Βόρεια Μακεδονία καταγράφηκαν 3,1 εκατ. οδικές αφίξεις σημειώνοντας αύξηση +12,5%. Τέλος, η αύξηση από την Αλβανία ανήλθε σε +200 χιλ., ήτοι +13,2% και καταγράφηκαν 1,7 εκατ. οδικές αφίξεις.
Ιστορική χρονιά και για την κρουαζιέρα
Ιστορικό ρεκόρ καταγράφηκε το προηγούμενο έτος και στην περίπτωση της κρουαζιέρας, με τις συνολικές αφίξεις επιβατών να ξεπερνούν κάθε προηγούμενο.
Συγκεκριμένα, στα 49 λιμάνια της χώρας οι συνολικές αφίξεις κρουαζιερόπλοιων ανήλθαν σε 5.230 και ο αριθμός επιβατών σε 7,0 εκατ. παρουσιάζοντας αύξηση 9% στις αφίξεις πλοίων και αύξηση 51% στους επιβάτες έναντι του 2022.
Αυξημένη κατά 11,6% το 2023 σε σχέση με το 2022 καταγράφηκε η επιβατική κίνηση και από την Αδριατική με τις εκτιμήσεις για τον αριθμό των επιβατών να κάνουν λόγο για 1,3 εκατ. έναντι 1,2 εκατ. το 2022.
Ταξίδεψαν περισσότερο οι Έλληνες
Στα αξιοσημείωτα της προηγούμενης χρονιάς ρεκόρ συγκαταλέγεται και η αύξηση των εγχώριων ταξιδιωτών. Όπως προκύπτει από τον Απολογισμό του ΙΝΣΕΤΕ, την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2023 στον εσωτερικό τουρισμό, καταγράφηκαν 9,0 εκατ. αεροπορικές αφίξεις έναντι 7,6 εκατ. της περιόδου Ιανουαρίου- Δεκεμβρίου 2022, παρουσιάζοντας αύξηση 18,5%.
Ως προς την κίνηση της ακτοπλοΐας, η εκτίμηση για τον αριθμό των επιβατών ανέρχεται σε 18,7 εκατ. έναντι 17,5 εκατ. το 2022 σημειώνοντας αύξηση +6,7%.
Αύξηση 22,5% στον τζίρο των ξενοδοχείων
Απόρροια όλων των παραπάνω ήταν και η αύξηση των εσόδων των καταλυμάτων της χώρας, τα οποία κλήθηκαν να επιχειρήσουν σε ένα περιβάλλον έντονων πληθωριστικών πιέσεων και μεγάλων αυξήσεων στα κόστη.
Ειδικότερα, τα έσοδα των ξενοδοχείων ανήλθαν σε 10,6 δισ. ευρώ το 2023, αυξημένα κατά +22,5% σε σχέση με το 2022, όπου το σύνολο του τζίρου ήταν 8,6 δισ. ευρώ.
Η αύξηση ήταν μεγαλύτερη στα εποχικά (+27%) και στις κατηγορίες 4* και 5* (+24%) και μικρότερη στα διαρκούς λειτουργίας (+9%) και τις κατηγορίες 1*και 3* (+19%). Τα ξενοδοχεία επένδυσαν, όπως και το 2022, το 7% του κύκλου εργασιών τους, δηλαδή 761 εκατ. ευρώ έναντι 621 εκατ. ευρώ το 2022, διατηρώντας την ποιοτική τους αξιολόγηση σε υψηλά επίπεδα (δείκτης ικανοποίησης των ξενοδοχείων GRI 87,0% / Net Promoter Score 51) και αυξημένη σε σχέση με το 2022 (86%/50) αντίστοιχα.
Ο τελικός λογαριασμός του τουρισμού το 2023
Το κύμα ανόδου στο σύνολο του τουριστικού κλάδου έδρασε καταλυτικά και στα έσοδα με τις ταξιδιωτικές εισπράξεις να παρουσιάζουν αύξηση κατά +15,7% σε σύγκριση με το 2022, διαμορφούμενες στα 20.460 εκατ. ευρώ. Παρότι μάλιστα η Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη μειώθηκε κατά -2,7% το 2023, σε 603 ευρώ έναντι 620 ευρώ το 2022, γεγονός που γεννά προβληματισμούς και για την συνέχεια, ειδικά εφόσον η οικονομική συγκυρία παραμένει ίδια.
Να θυμίσουμε ότι σημαντική συνεισφορά στα ταξιδιωτικά έσοδα είχαν την περασμένη χρονιά τόσο οι κάτοικοι των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης , οι ταξιδιωτικές εισπράξεις των οποίων παρατηρήθηκαν αυξημένες κατά +11,5%, (11.158 εκατ. €) όσο και οι κάτοικοι των χωρών εκτός ΕΕ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις των οποίων έφτασαν τα 8.592 εκατ. €, μια αύξηση δηλαδή της τάξης του 18,5%.
Σε επίπεδο χωρών, να υπενθυμίσουμε ότι οι εισπράξεις από τη Γερμανία αυξήθηκαν κατά +9,5% και διαμορφώθηκαν στα 3.564 εκατ. ευρώ ενώ οι εισπράξεις από τη Γαλλία αυξήθηκαν κατά +11,6% και διαμορφώθηκαν στα 1.425 εκατ. ευρώ. Από τις χώρες εκτός της ΕΕ-27 άνοδο κατά +5,8% σημείωσαν οι εισπράξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 3.308 εκατ. ευρώ καθώς και οι εισπράξεις από τις ΗΠΑ, οι οποίες αυξήθηκαν κατά +14,0% και διαμορφώθηκαν στα 1.368 εκατ. ευρώ.