Ανοδική πορεία ακολουθεί μέχρι στιγμής ο τουρισμός με τα στοιχεία για την επιβατική κίνηση, οδική και αεροπορική, να συνηγορούν ότι ο τελικός λογαριασμός θα κλείσει στα ίδια ή σε καλύτερα επίπεδα από τα περσινά, όπου ο κλάδος έφτασε τα 20,5 δισ. ευρώ. Το θετικό μέχρι στιγμής πρόσημο όμως, έχει πολλαπλές αναγνώσεις, αφενός γιατί αφορά μόνο το πρώτο εξάμηνο του έτους, δηλαδή μόνο έναν μήνα εκ των τριών της υψηλής σεζόν, κι αφετέρου γιατί συνοδεύεται από επιμέρους δείκτες που κατά πολλούς κρίνονται ανησυχητικοί. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι η συνεισφορά του κλάδου στα κρατικά ταμεία αναμένεται να αποτελέσει «κλειδί» για την ευρύτερη πορεία της αγοράς αλλά και για νέες ελαφρύνσεις από πλευράς της κυβέρνησης.
Η πορεία του πρώτου εξαμήνου
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα το πρώτο εξάμηνο του έτους κινήθηκε καλύτερα σε σχέση με πέρυσι, με την χώρα μάλιστα να επιτυγχάνει να διευρύνει - έστω και μερικώς - την εποχικότητα του κλάδου. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τόσο σε επίπεδο ταξιδιωτικής κίνησης όσο και σε επίπεδο εσόδων παρατηρήθηκε άνοδος κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους, όπου η χώρα δεν συνηθίζει παραδοσιακά να προσελκύει πολυάριθμους τουρίστες.
Να θυμίσουμε ότι τον Ιανουάριο, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο η ταξιδιωτική κίνηση κατέγραψε αύξηση της τάξης του 16%, 26% και 31,2% ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 27,1% κατά 22% και κατά 34,2% αντίστοιχα.
Το αμέσως επόμενο τρίμηνο όμως, ο ρυθμός ανόδου κάμφθηκε με την ταξιδιωτική κίνηση του Απριλίου, του Μαΐου και του Ιουνίου να παρατηρείται αυξημένη κατά 13,9%, 21,3% και 8,8% αντίστοιχα. Σε επίπεδο εισπράξεων δε η αύξηση περιορίστηκε σε 15,9%, 6,8% και 7,9%.
Για τον επόμενο μήνα (Ιούλιος) οι ενδείξεις από τα αεροδρόμια είναι και πάλι θετικές. Και εδώ όμως η ανοδική πορεία δείχνει να φρενάρει ελαφρά. Από την διψήφια άνοδο που είχαμε όλους τους προηγούμενους μήνες, τον Ιούλιο η επιβατική κίνηση στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών αυξήθηκε κατά 9,3%. Επιπλέον, από την άνοδο της τάξης του 5,9% που κατέγραψαν τα περιφερειακά αεροδρόμια που διαχειρίζεται η Fraport τον Ιούνιο η άνοδος τον αμέσως επόμενο μήνα περιορίστηκε στο 3,8% τον αμέσως επόμενο μήνα.
Όσο για τις αεροπορικές θέσεις σε διεθνείς πτήσεις την εβδομάδα του Δεκαπενταύγουστου και την επόμενη παρέμειναν αμετάβλητες σε σχέση με πέρυσι, ενώ για τις επόμενες δύο εβδομάδες (26/08-01/09 και 02/09-08/09) σημειώνουν πτώση της τάξης του -1,2% και -8,1% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Την ίδια στιγμή φορείς της αγοράς αναφέρουν ότι οι τουρίστες έρχονται μεν φέτος αλλά είτε παραμένουν για μικρότερο χρονικό διάστημα στον προορισμό, προσπαθώντας να αντισταθμίσουν τις αυξημένες δαπάνες διαμονής, είτε είναι φειδωλοί στα όποια πρόσθετα έξοδα, στερώντας από εστίαση κι άλλους κλάδους τις περσινές προοπτικές.
Οι ανησυχητικοί «υποδείκτες»
Ο περιορισμός των δαπανών των τουριστών είναι εμφανής και με μια μικρή αναδρομή στη μέση δαπάνη ανά ταξίδι των επισκεπτών της χώρας μας φέτος. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ που αφορούν στον μήνα Ιούνιο - η μέση δαπάνη ανά ταξίδι μειώθηκε κατά 3,1%, κλείνοντας μεν την ψαλίδα με τον Μάιο, όπου η πτώση έφτασε το 12,2%, αλλά παραμένοντας σε αρνητικό έδαφος. Σημειωτέον ότι το 2023 έκλεισε με αύξηση της μέσης δαπάνης των τουριστών κατά 6,3% και παρότι ο Ιανουάριος του τρέχοντος έτους ξεκίνησε με καλούς οιωνούς - η μέση δαπάνη αυξήθηκε κατά 9,7% - μόνο τον Μάρτιο και τον Απρίλιο η μέση δαπάνη συνέχισε να αυξάνει κατά 3,2% και 2,1% έναντι των αντίστοιχων περσινών μηνών. Τον Φεβρουάριο έπεσε κατά 2,9% ενώ τον Μάιο η πτώση ήταν κατακόρυφη φτάνοντας το -12,2%. Τα «σκαμπανεβάσματα» αυτά είχαν ως αποτέλεσμα και σε επίπεδο εξαμήνου η μέση δαπάνη να εμφανίζει αρνητικό πρόσημο, με την πτώση να υπολογίζεται σε -3,1%. Γεγονός που προκαλεί ανησυχία στους φορείς του κλάδου.
Άλλος «υποδείκτης» που προκαλεί ανησυχία είναι και η πτώση στην ταξιδιωτική κίνηση από την αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών. Να σημειωθεί ότι τον έκτο μήνα του έτους, σε αντίθεση με την ταξιδιωτική κίνηση από Γερμανία, Ιταλία και Μεγάλη Βρετανία, η οποία αυξήθηκε κατά 2,5%, 10,3% και 7,8%, η αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και αυτή της Γαλλίας σημείωσε πτώση που έφτασε στην πρώτη περίπτωση το 11,2% και στη δεύτερη το 13,5%. Ωστόσο, στην περίπτωση της Γαλλίας το φαινόμενο μοιάζει παροδικό καθώς τον αμέσως προηγούμενο μήνα η ταξιδιωτική κίνηση είχε αυξηθεί κατά 25,6%. Αντίθετα, η ταξιδιωτική κίνηση από τις ΗΠΑ έχασε έδαφος για δεύτερο συνεχόμενο μήνα, καθώς και τον Μάιο είχε καταγράψει απώλειες που έφτασαν το 18,8% σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα. Η πτώση της αμερικανικής αγοράς κρίνεται βαρύνουσας σημασίας καθώς οι αμερικανοί τουρίστες εμφανίζουν παραδοσιακά την υψηλότερη μέση δαπάνη μεταξύ των κύριων αγορών που τροφοδοτούν τη χώρα με τουρίστες.
Το 2019 παραμένει η χρονιά ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό
Σε αυτό το πλαίσιο τα σημάδια δεν γεννούν εφησυχασμό, γεγονός που αρχίζουν σταδιακά να δηλώνουν ανοιχτά και παράγοντες του κλάδου. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, μετά την δημοσιοποίηση των στοιχείων του ταξιδιωτικού ισοζυγίου από την ΤτΕ, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ξενοδόχων εξέφρασε τις αντιρρήσεις του σχετικά με τα νέα ρεκόρ του τουρισμού δηλώνοντας παράλληλα την αντίθεσή του απέναντι στα σχέδια της κυβέρνησης για ενδεχόμενη αύξηση του τέλους παρεπιδημούντων.
«Είναι πλέον σαφές ότι οι περισσότεροι τουριστικοί προορισμοί της χώρας μας δεν εμφανίζουν τη δυναμική που είχαν τα προηγούμενα δύο χρόνια. Παρά την αύξηση στις αφίξεις φέτος, οι επισκέπτες που έρχονται στη χώρα μας αφήνουν λιγότερα χρήματα σε ονομαστικές αξίες σε σχέση με πέρυσι (Μ.Κ.Δ. 2024: 570 ευρώ, Μ.Κ.Δ. 2023: 588 ευρώ) όπως επιβεβαιώνουν και τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο αποσπασματικός και επιλεκτικός τρόπος παρουσίασης των δεδομένων δεν μπορεί να αποκρύψει την πραγματικότητα. Το 2019 παραμένει, σε όρους πραγματικού ΑΕΠ, η χρονιά-ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό (Πραγματική Μ.Κ.Δ. 2023 περίπου -13% από Πραγματική Μ.Κ.Δ. 2019)» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Χατζής σε δημόσια ανάρτησή του.
Επεσήμανε δε ότι παρότι θα πρέπει σήμερα, περισσότερο από ποτέ, να προστατεύουμε την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος της χώρας, παρατηρείται το αντίθετο. «Περίπου έναν χρόνο μετά τις ανακοινώσεις για την επιβάρυνση του ξενοδοχειακού προϊόντος με το τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση, το Υπουργείο Εσωτερικών, σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα, εξετάζει να το επαναφέρει στα επίπεδα προ του 2009» προσέθετε ο πρόεδρος της ΠΟΞ επισημαίνοντας ότι ο ξενοδοχειακός κλάδος είναι και πάλι ο μόνος που καλείται να πληρώσει το τίμημα αυτής της επιτυχίας και θέτοντας θέμα βιωσιμότητα για τις 8.000 μικρές και πολύ μικρές ξενοδοχειακές μονάδες της χώρας από τις 10.500 που υπάρχουν στο σύνολο.
Αντίστοιχες ανησυχίες εκφράζονται και από φορείς της εστίασης όπου ο τουρισμός δεν έχει αποφέρει φέτος τα μέγιστα ή έστω τα αναμενόμενα.
«Κλειδί» για την ανάπτυξη και για νέες παροχές
Τα βλέμματα στρέφονται πλέον στην πορεία των δύο τελευταίων μηνών του καλοκαιριού, η οποία θα δείξει τις επιδόσεις της θερινής σεζόν. Εξίσου σημαντικό ρόλο θα παίξει βέβαια και το αμέσως επόμενο τρίμηνο, το οποίο ήταν και αυτό που έκανε τη διαφορά τις δύο προηγούμενες χρονιές επισφραγίζοντας την ανάκαμψη αλλά και τα ρεκόρ του κλάδου. Αν Σεπτέμβριος, Οκτώβριος και Νοέμβριος κινηθούν ικανοποιητικά, ο στόχος των 21 δισ του 2024 θα μπορούσε να πιαστεί. Σε αντίθετη περίπτωση όμως μπορεί οι επιπτώσεις να είναι αλυσιδωτές καθώς η επίτευξη του στόχου που έχει θέσει όχι μόνο η αγορά αλλά και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για έσοδα ακόμα και πάνω από 21 δισεκατομμύρια ευρώ φέτος από τον τουριστικό κλάδο κρίνεται πολύ σημαντική
Κι αυτό γιατί όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές από τη μία πλευρά θεωρείται ένα ανάχωμα για την ανάπτυξη, δεδομένων των - διεθνών κυρίως - πιέσεων που έχουν επηρεάσει άλλα μεγέθη όπως είναι οι εξαγωγές και οι επενδύσεις. Από την άλλη πλευρά, διασφαλίζει ότι θα συνεχίσουν να έρχονται φορολογικά έσοδα στα κρατικά ταμεία τα οποία θα ξεπερνούν το στόχο που έχει τεθεί για φέτος και - κατά συνέπεια - θα μπορέσει να γεμίσει ο «κουμπαράς» τον οποίο προσπαθεί να διαμορφώσει η κυβέρνηση για νέες παροχές εντός του έτους. Τέλος σημαντική είναι η επίδοση στον τουρισμό και για την εικόνα της χώρας στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης που είναι ακόμα σε εξέλιξη για τον νέο πολυετή προϋπολογισμό και για το όριο δαπανών.