Τρία νέα υποστελέχη του κορονοϊού, τα BQ.1, BQ1.1 και XBB, φαίνεται να ανησυχούν τους επιστήμονες στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς υπάρχει η πιθανότητα ένα ή περισσότερα υποστελέχη να παρακάμπτουν την ανοσολογική μας προστασία.
Παρόλα αυτά, ειδικοί του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) τονίζουν ότι, τρία χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας, οι επιστήμονες γνωρίζουν πολλά για τον ιό Sars-CoV-2 καθώς και οι πολίτες πως να προφυλάσσονται από αυτόν.
Σε πρόσφατη δημοσίευση, στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση WebMD, με θέμα τα νέα υποστελέχη του SARS-CoV-2, ειδικοί αναλύουν πόσο ανησυχητικά είναι τα νέα δεδομένα.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC), τα υποστελέχη BQ.1 και BQ1.1 έχουν αυξηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά 12%, διπλασιάζοντάς το ποσοστό τους την τελευταία εβδομάδα. «Καθώς εισερχόμαστε στην εποχή που οι ιογενείς λοιμώξεις αναπνευστικού ακμάζουν, δεν θα ήταν περίεργη η μεγαλύτερη διασπορά των νέων στελεχών», τονίζεται στην δημοσίευση.
Η επιδημιολογική αύξηση των συγκεκριμένων υποστελεχών δεν είναι ανεξήγητη, καθώς είναι γνωστό ότι ο ιός Sars-Cov-2 θα συνεχίσει να μεταλλάσσεται και να γίνεται ακόμα πιο μεταδοτικός, οπότε οι υπομεταλλάξεις BQ.1, BQ1.1 και XBB ήταν αναμενόμενες.
Νέο εμβόλιο και αντι-ιικά φάρμακα
Το νέο ενισχυμένο εμβόλιο, θεωρείται ότι είναι πιο αποτελεσματικό από το προηγούμενο, αλλά δεν είναι γνωστό πόσο αποτελεσματικό θα είναι έναντι των καινούργιων υποστελεχών. Ωστόσο, επιστήμονες δηλώνουν αισιόδοξοι ότι το ενισχυμένο εμβόλιο θα βοηθήσει αυξάνοντας την ανοσία έναντι των υποστελεχών της Όμικρον.
Όσον αφορά στις αντιικές θεραπείες, το αντιικό φάρμακο Paxlovid θα συνεχίσει, όπως αναφέρεται στη δημοσίευση, να παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη πιο σοβαρής νόσησης, καθώς δρα σε μία εντελώς διαφορετική περιοχή του ιού, διαφορετική από αυτές που αφορούν μεταλλάξεις που περιβάλλουν την ανοσία. Σε αντίθεση με το Paxlovid, τα μέχρι τώρα δεδομένα για τις θεραπείες με μονοκλωνικά αντισώματα, εκτιμάται ότι δεν θα είναι αποτελεσματικά για τις νέες μεταλλάξεις, καθώς εάν τα στελέχη είναι σε θέση να ξεφύγουν από την ανοσία των αντισωμάτων και τα μονοκλωνικά αντισώματα δεν είναι αποτελεσματικά, έτσι τα ανοσοκατεσταλμένα άτομα μπορεί να εκδηλώσουν σοβαρή συμπτωματολογία παρά τη λήψη των μονοκλνωνικών αντισωμάτων.
Παράλληλα, από τα διαθέσιμα δεδομένα, εκτιμάται ότι ο πληθυσμός που νόσησε τους τελευταίους 3 με 6 μήνες θα έχει αρκετά υψηλή προστασία έναντι σοβαρής νόσησης. Μετά τη μείωση της φυσικής ανοσίας, οι νέες υπομεταλλάξεις είναι πιθανό να επαναμολύνουν τον ίδιο πληθυσμό, αλλά με πιο ήπια συμπτωματολογία.
Συνοψίζοντας τα δεδομένα, οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Ροδάνθη Ελένη Συρίγου, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συμπεραίνουν ότι είναι δύσκολο να προβλεφθεί πόσο πιθανό είναι ένα επόμενο κύμα επανανόσης Covid-19. Όπως τονίζουν, αυτό θα εξαρτηθεί από το εάν τα νέα υποστελέχη θα υπερτερούν άλλων στελεχών, καθώς και των μέτρων προστασίας που λαμβάνονται. Τέλος, υπογραμμίζουν ότι η αναγκαιότητα του εμβολιασμού με την ενισχυμένη δόση του εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2 παραμένει επίκαιρη, όχι μόνο λόγω των νέων υποστελεχών που εμφανίζονται, αλλά και λόγω της χαλάρωσης των μέτρων πρόληψης της μετάδοσης του ιού.