Την αντίδραση των νοσοκομειακών γιατρών έχει προκαλέσει το νομοσχέδιο «Δευτεροβάθμια Περίθαλψη, Ιατρική Εκπαίδευση και λοιπές διατάξεις», που κατατέθηκε προ ημερών προς δημόσια διαβούλευση και υπογράφει η Αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα.
«Μήλον της Έριδος» αποτελούν -μεταξύ άλλων- οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις των γιατρών του ΕΣΥ, στο πλαίσιο των οποίων δίνεται η δυνατότητα στους ειδικευμένους γιατρούς του δημόσιου συστήματος να συνεργάζονται με τον ιδιωτικό τομέα αλλά και σε ιδιώτες ειδικευμένους γιατρούς να απασχολούνται μερικώς στα δημόσια νοσοκομεία.
Στα περισσότερα από 80 ανώνυμα και επώνυμα σχόλια της δημόσιας διαβούλευσης υπάρχει διχασμός, με ορισμένους από τους σχολιαστές να αντιτίθενται στις νέες ρυθμίσεις, υποστηρίζοντας ότι θα χαθεί εύκολα το μέτρο και πολλοί νοσοκομειακοί γιατροί θα καταχραστούν τις νέες δυνατότητες για ιδιωτικό έργο και μεγάλη μερίδα αυτών να τάσσονται υπέρ τους, διαβλέποντας ότι ανοίγουν το δρόμο για τη βελτίωση των χαμηλών οικονομικών αποδοχών των γιατρών του δημόσιου συστήματος Υγείας.
Απορρίπτει το νομοσχέδιο η ΕΙΝΑΠ
Το ΔΣ της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) ανακοίνωσε ότι απορρίπτει κατηγορηματικά στο σύνολό του το νομοσχέδιο, που «περιλαμβάνει την κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών». Σύμφωνα με την ΕΙΝΑΠ, εάν το νομοσχέδιο ψηφιστεί, σε συνδυασμό με τις μεγάλες ελλείψεις σε υγειονομικό προσωπικό και τον απαρχαιωμένο εξοπλισμό και υποδομές, θα οδηγήσει ασθενείς στον ιδιωτικό τομέα.
«Σε συνθήκες που οι λίστες των τακτικών ιατρείων και χειρουργείων, των επεμβατικών και απεικονιστικών εξετάσεων στις δημόσιες δομές και νοσοκομεία, σήμερα ξεπερνούν κάθε όριο, το ραντεβού με το γιατρό στο ιδιωτικό ιατρείο ή το ιδιωτικό κέντρο θα γίνει αναγκαστικός μονόδρομος για χιλιάδες ασθενείς. Η είσοδος ιδιωτών γιατρών μερικής απασχόλησης, που θα καλύπτουν τρύπες και κενά στις δημόσιες μονάδες υγείας, θα οδηγήσει σε τραγική υποβάθμιση της παρεχόμενης περίθαλψης και σε επικίνδυνες συνθήκες νοσηλείας. Η πείρα από την περίοδο της πανδημίας το επιβεβαίωσε», αναφέρει η Ένωση σε σχετική ανακοίνωση.
Σημειώνεται ότι το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου προβλέπει -εκτός από τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις των γιατρών του ΕΣΥ- διατάξεις για τη νοσοκομειακή περίθαλψη, την ιατρική εκπαίδευση και την εξειδίκευση των γιατρών.
Επίσης, περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τη δημιουργία αυτοδύναμων Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) και σε άλλα νοσοκομεία εκτός από αυτά στα οποία ήδη υπάρχουν, καθώς και τη μαιευτική περίθαλψη, με τη διαμόρφωση θεσμικού πλαισίου που θα ενισχύει τον φυσικό τοκετό και την κατ΄ οίκον μαιευτική.
Η ΕΙΝΑΠ τονίζει ότι η αντίδραση των γιατρών του ΕΣΥ σε αυτό το νομοσχέδιο είναι καθολική, «γιατί ο πυρήνας του στην ουσία καταργεί την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και ιδιωτικοποιεί περαιτέρω το Δημόσιο Σύστημα Υγείας!».
Στο πλαίσιο αυτό, απαιτεί την άμεση και εξ ολοκλήρου απόσυρσή του, επαναφορά του μισθολογίου τους στα επίπεδα του 2012, προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, χρηματοδότηση νοσοκομείων, μονιμοποίηση επικουρικών και εκπαίδευση νέων γιατρών.
Προς την ίδια κατεύθυνση στρέφονται εν πολλοίς και οι αντιδράσεις από την πλευρά των Οργανώσεων Υγειονομικών του Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ).
Σε σχετική ανακοίνωση, την οποία προσυπογράφει και ο Γεν. Γραμμ. της ΟΕΝΓΕ Παναγιώτης Παπανικολάου, τονίζεται πως το νομοσχέδιο «γυρίζει το ΕΣΥ 40 χρόνια πίσω» και βάζει «οριστική ταφόπλακα σε κάθε έννοια δημόσιας περίθαλψης και Εθνικού Συστήματος Υγείας».
«Με το άρθρο 7 θεσμοθετείται η πρόσληψη ιδιωτών, ειδικευμένων γιατρών με εργασιακή σχέση μερικής απασχόλησης στα δημόσια νοσοκομεία. Με το άρθρο 10 θεσμοθετείται και το αντίστροφο, δηλαδή ήδη υπηρετούντες ειδικευμένοι γιατροί ΕΣΥ να μπορούν να συνεργάζονται με ιδιωτικές κλινικές. Με μια κουβέντα ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, δηλαδή καταργείται η ιδρυτική αρχή του ΕΣΥ, δηλαδή καταργείται και τυπικά το ΕΣΥ», αναφέρει -μεταξύ άλλων- η ανακοίνωση.
Πλεύρης: «Το ΕΣΥ θα γίνει ελκυστικό για τους γιατρούς»
Διαφορετική προσέγγιση παρουσιάζει, ωστόσο, η κυβέρνηση, με τον Υπουργό Υγείας, Θάνο Πλεύρη, να τονίζει σε πρόσφατες δηλώσεις του ότι «το ΕΣΥ θα γίνει ελκυστικό για τους γιατρούς».
Ο ίδιος εξήγησε ότι η δυνατότητα μερικής απασχόλησης των γιατρών του ιδιωτικού τομέα στο ΕΣΥ είναι ένας τρόπος για να καλυφθούν οι «άγονες» θέσεις, δηλαδή αυτές που προκηρύσσονται αλλά δεν εκδηλώνεται ενδιαφέρον.
«Αυτή τη φορά το ΕΣΥ θα γίνει ελκυστικό για τους γιατρούς, καθώς θα δοθούν οικονομικά κίνητρα», ανέφερε ο Υπουργός Υγείας. Ωστόσο, δεν παρέλειψε να τονίσει ότι η σχέση μεταξύ ιδιωτών και κράτους «θα διέπεται από αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις».
Όπως διευκρίνισε ο κ. Πλεύρης, η δυνατότητα για μερική απασχόληση θα δίνεται μόνο εκεί όπου είναι «άγονη» η θέση και όχι σε περιοχές όπου οι θέσεις καλύπτονται. Οι γιατροί θα βρίσκονται 3 ή 2 μέρες την εβδομάδα στο νοσοκομείο και τις υπόλοιπες μέρες στο ιδιωτικό τους ιατρείο.
«Εάν τελικά τις γεμίσουμε αυτές τις θέσεις με μερική απασχόληση, θα ωφεληθεί ο πολίτης που θα βλέπει γεμάτα τα νοσοκομεία ή θα πρέπει δογματικά να βγάζουμε θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που θα βγαίνουν άγονες;
Οι λύσεις πρέπει να είναι και έξω από το κουτί. Αυτά τα οποία σας λέμε εφαρμόζονται σε όλα τα εθνικά συστήματα υγείας της Ευρώπης, γιατί δεν είναι πια το ΕΣΥ και το κάθε ΕΣΥ τόσο ελκυστικό όσο ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες», δήλωσε ο Υπουργός Υγείας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αντίστοιχα, οι γιατροί του ΕΣΥ ειδικοτήτων που βρίσκονται σε έλλειψη και παρατηρείται φυγή προς άλλες χώρες ή προς τον ιδιωτικό τομέα, ενώ εργάζονται αυτή τη στιγμή υπό καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, θα έχουν τη δυνατότητα να παραμείνουν στο εθνικό σύστημα υγείας και με πολύ αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις, μια φορά την εβδομάδα, που δεν θα εργάζονται στο ΕΣΥ, να μπορούν να παρέχουν ήπιο ιδιωτικό έργο.
Αναφερόμενος στις αιτιάσεις για κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα του συστήματος Υγείας, ο κ. Πλεύρης τόνισε: «Ο δημόσιος χαρακτήρας είναι η υγεία. Να λαμβάνει ο πολίτης δωρεάν το αγαθό της υγείας. Δεν μπορούμε να είμαστε δογματικοί αν αυτός που παρέχει την υπηρεσία είναι ιδιώτης ή κρατικός λειτουργός. Το σημαντικό είναι να μην χρειάζεται να πληρώσει ο πολίτης και αυτό προσπαθούμε να κάνουμε».