Πριν από 26 χρόνια, η ελληνική φαρμακευτική εταιρεία GENESIS Pharma «άνοιξε» την αγορά της βιοτεχνολογίας στη χώρα μας, καθώς υπήρξε η πρώτη εταιρεία στην Ελλάδα με εξειδίκευση σε βιοτεχνολογικές θεραπείες, αλλά και μια από τις πρώτες σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Όλα αυτά τα χρόνια, η εταιρεία έχει διαμορφώσει ένα ισχυρό αποτύπωμα στο πεδίο των θεραπειών υψηλής τεχνολογίας, που προορίζονται για χρόνια και σπάνια νοσήματα. Αποτελεί τη μεγαλύτερη μεταξύ των ελληνικών εταιρειών με λειτουργία πλήρως εστιασμένη σε καινοτόμες θεραπείες και, εκτός από τη χώρα μας, διατηρεί παράλληλα δραστηριότητα στην Κύπρο και άλλες 10 αγορές της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Τη διαχρονική της ανάπτυξη διασφαλίζει το ισχυρό δίκτυο των στρατηγικών συνεργατών της, που μετρά σήμερα περισσότερες από 10 διεθνείς φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες πραγματοποιούν σημαντικές επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων φαρμάκων, αλλά και ταχύτατα αναπτυσσόμενες βιοφαρμακευτικές εταιρείες με πρωτοποριακή ερευνητική δραστηριότητα στον τομέα των εξειδικευμένων θεραπειών.
Νέες διεθνείς συνεργασίες
Μεταξύ των συνεργατών της βρίσκονται κορυφαίες διεθνείς εταιρείες όπως η Biogen, η Incyte, η Alnylam, η Amicus Therapeutics, η CSL Vifor, ενώ την τελευταία διετία, προστέθηκαν νέες σημαντικές συνεργασίες με τις εταιρείες Seagen, Jazz Pharmaceuticals και Kyowa Kirin.
Για την επέκταση των συνεργασιών της GENESIS Pharma μίλησε στο insider ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, Κωνσταντίνος Ευριπίδης: «Κάθε νέα συνεργασία είναι τιμή για εμάς και αναγνώριση της μεγάλης εμπειρίας και της τεχνογνωσίας μας στη φαρμακευτική καινοτομία, αλλά και της σημασίας που αποδίδουμε σε θέματα ποιότητας και υπευθυνότητας. Καταφέρνουμε διαχρονικά να κερδίζουμε την εμπιστοσύνη πρωτοπόρων διεθνών φαρμακευτικών εταιρειών και έχουμε πλέον εδραιώσει την GENESIS Pharma ως ένα σημαντικό εμπορικό συνεργάτη τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η διεύρυνση των συνεργασιών μας είναι η μεγαλύτερή μας προτεραιότητα, καθώς μάς δίνει τη δυνατότητα να εισάγουμε διαρκώς νέες θεραπείες που προσφέρουν θεραπευτικά οφέλη σε ασθενείς που ζουν με χρόνιες και σπάνιες θεραπείες και διασφαλίζει τις προοπτικές ανάπτυξης της εταιρείας».
Νέες θεραπείες για σπάνια και χρόνια νοσήματα
Η δυναμική και διαρκής διεύρυνση των στρατηγικών συνεργασιών της GENESIS Pharma, της έχει επιτρέψει να εισάγει κατά μέσο όρο δύο νέες θεραπείες ανά έτος εδώ και 15 χρόνια, ενώ την τελευταία τετραετία στο χαρτοφυλάκιό της εντάχθηκαν 11 νέα καινοτόμα φάρμακα.
Συνολικά, οι θεραπείες που αντιπροσωπεύει σήμερα καλύπτουν 30 χρόνιες και σπάνιες ασθένειες σε ένα μεγάλο εύρος θεραπευτικών τομέων, τη νευρολογία, τα γενετικά νοσήματα, την αιματολογία, την ογκολογία, τη δερματολογία, τη ρευματολογία, τη γαστρεντερολογία, τη νεφρολογία και την καρδιολογία. Δεκαέξι (16) από τα φάρμακα του χαρτοφυλακίου της είναι ορφανά, ορισμένα εκ των οποίων αφορούν λίγες δεκάδες ή και λιγότερους ασθενείς.
Μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια από τις πλέον εξειδικευμένες εταιρείες στην Ελλάδα στην πολλαπλή σκλήρυνση με ένα μεγάλο εύρος θεραπευτικών επιλογών για τη νόσο και εμπειρία που πηγαίνει πίσω στην ίδρυσή της. Στο χαρτοφυλάκιό της περιλαμβάνονται, επίσης, πρωτοποριακές θεραπείες για σπάνια γενετικά νοσήματα. Μεταξύ αυτών, η πρώτη εγκεκριμένη θεραπεία για τη νωτιαία μυϊκή ατροφία, η πρώτη από του στόματος θεραπεία που προέρχεται από έρευνα στον τομέα της ιατρικής ακριβείας για τη νόσο του Fabry και οι πρώτες θεραπείες ενδοκυττάριας γονιδιακής σίγασης με siRNA, προερχόμενες από βραβευμένη με Νόμπελ επιστημονική έρευνα, για τις σπάνιες νόσους της κληρονομικής ATTR αμυλοείδωσης, της πρωτοπαθούς υπεροξαλουρίας τύπου 1 και της οξείας ηπατικής πορφυρίας. Μέσω της πρόσφατης συνεργασίας της με την Kyowa Kirin, στο χαρτοφυλάκιο των ορφανών φαρμάκων προστέθηκαν και δύο θεραπείες που αφορούν συνολικά τέσσερα νοσήματα, τη φυλοσύνδετη υποφωσφαταιμία, την ογκογενή οστεομαλακία και δύο πολύ σπάνιες μορφές δερματικού λεμφώματος Τ-κυττάρων, τη σπογγοειδή μυκητίαση και το σύνδρομο Sézary. Μέσω των παλαιότερων συνεργασιών αλλά και αυτών που προστέθηκαν πρόσφατα στο δίκτυό της, διαθέτει πρωτότυπες θεραπείες για σπάνιους τύπους λευχαιμίας και λεμφώματος καθώς και ογκολογικές θεραπείες για τον καρκίνο μαστού, τον καρκίνο ωοθηκών, το οστεοσάρκωμα και το χολαγγειοκαρκίνωμα.
Αν και η παρουσία της εταιρείας στον τομέα των ορφανών φαρμάκων μετρά πάνω από δύο δεκαετίες, η δραστηριότητά της σε αυτόν τον τομέα έχει ενισχυθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, όπως μάς αναφέρει ο κος Ευριπίδης. «Η εταιρεία μας δημιουργήθηκε εξαρχής με στόχο να αξιοποιήσει την επιστημονική εξέλιξη που συντελείται με τη χρήση υψηλής τεχνολογίας στην αντιμετώπιση δύσκολων νοσημάτων και να εισάγει στην Ελλάδα φάρμακα σε τομείς που υπάρχουν ανεπαρκείς ή και μηδενικές θεραπευτικές επιλογές, ανεξάρτητα από το εάν αυτό αφορά πολλούς ή ελάχιστους ασθενείς. Στο πεδίο των σπανίων παθήσεων υπάρχει ένα μεγάλο θεραπευτικό κενό, όμως η τεχνολογία έχει αλλάξει ριζικά τις δυνατότητες της έρευνας και ανάπτυξης ορφανών θεραπειών κυρίως από το 2000 και μετά. Φαίνεται, μάλιστα, πως στο μέλλον η εξέλιξη στην ανάπτυξη ορφανών θεραπειών θα είναι ακόμη μεγαλύτερη, με την έρευνα να εντείνεται διαρκώς. Εμείς παρακολουθούμε στενά τις διεθνείς εξελίξεις, διατηρούμε την ισχυρή μας δέσμευση σε αυτόν τον τομέα και ελπίζουμε πως θα μπορέσουμε να διευρύνουμε ακόμη περισσότερο τη δραστηριότητά μας στα ορφανά φάρμακα».
Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη για τα καινοτόμα και ορφανά φάρμακα πρέπει να ενισχυθεί άμεσα και σημαντικά
Καθώς η συζήτηση σχετικά με την άμεση πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες εντείνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο κος Ευριπίδης αναφέρθηκε στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στη χώρα, αλλά και τις επιδράσεις της φαρμακευτικής πολιτικής στον εγχώριο φαρμακευτικό κλάδο. «Παρά το γεγονός πως, από τα χρόνια της κρίσης και μετά, υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις και ένας σύνθετος γραφειοκρατικός μηχανισμός που δυσχεραίνει τη διάθεση των καινοτόμων θεραπειών, οι ασθενείς στην Ελλάδα έχουν τελικά επαρκή πρόσβαση στην καινοτομία. Το πρόβλημα εντοπίζεται στη συστηματική υποχρηματοδότηση της δημόσιας δαπάνης για τα καινοτόμα φάρμακα που αντιμετωπίζεται επί σειρά ετών με το μέτρο των υποχρεωτικών επιστροφών (clawback και rebates) από τις φαρμακευτικές εταιρείες, με αποτέλεσμα πάνω από το 60% των πραγματικών αναγκών πλέον να καλύπτεται από τον κλάδο μας. Τη στιγμή που οι θεραπευτικές ανάγκες του πληθυσμού για φάρμακα χρόνιων και σπάνιων νοσημάτων έχουν αποδεδειγμένα αυξηθεί στην πορεία αυτών των ετών, εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως πρόκειται για μια μη βιώσιμη πραγματικότητα τόσο για το σύστημα υγείας όσο και για τη λειτουργία των φαρμακευτικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη χώρα».
Σύμφωνα με τον κ. Ευριπίδη, ο εγχώριος φαρμακευτικός κλάδος έχει καταφέρει έως σήμερα να ανταποκριθεί σε αυτή τη δύσκολη συνθήκη και να στηρίξει την πρόσβαση των ασθενών στα καινοτόμα φάρμακα, κάνοντας τεράστια προσπάθεια σε ένα εξαιρετικά απρόβλεπτο και δυσμενές περιβάλλον. Όμως, όπως επισημαίνει, η ανάγκη για αύξηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης για τα καινοτόμα και ορφανά φάρμακα είναι εξαιρετικά επιτακτική και αναγκαία, ώστε να μην απειληθεί στο μέλλον η πρόσβαση των ασθενών τόσο στα υπάρχοντα όσο και σε νέα καινοτόμα φάρμακα, αλλά και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται και επενδύουν διαχρονικά στη χώρα. «Η επίδραση των διαρκώς αυξανόμενων επιστροφών είναι πλέον εξοντωτική και επικίνδυνη, κυρίως για τις εταιρείες που εστιάζουν αποκλειστικά στην καινοτομία, όπως η δική μας. Η ανάγκη για αύξηση της δημόσιας δαπάνης για τα καινοτόμα φάρμακα και η υιοθέτηση μιας βιώσιμης φαρμακευτικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια είναι εξαιρετικά επιτακτική, ώστε οι ασθενείς στη χώρα μας να μπορούν να έχουν την απρόσκοπτη και ισότιμη πρόσβαση που δικαιούνται και στο μέλλον. Προς αυτή την κατεύθυνση, ενθαρρυντικές είναι οι πρόσφατες παρεμβάσεις του Υπουργείου για την ενίσχυση του προϋπολογισμού για τα φάρμακα και η πρόθεση να ενισχυθεί το κονδύλι για τις καινοτόμες θεραπείες. Ελπίζουμε πως οι προθέσεις θα έχουν πραγματικό αντίκρισμα και πως θα υπάρξει ιδιαίτερη μέριμνα για το σκέλος της καινοτομίας που αφορά στα ορφανά φάρμακα, ώστε να διασφαλιστεί η άμεση πρόσβαση των ασθενών σε αυτά. Οι θεραπευτικές ανάγκες των ασθενών με σπάνια νοσήματα είναι πολύ συγκεκριμένες, ανελαστικές και δεν θα πρέπει να επιβαρύνονται με υποχρεωτικές επιστροφές».