Τα χρήματα που παίρνει το υπουργείο Υγείας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης θα βοηθήσουν το σύστημα υγείας να κάνει μέσα σε 3-4 χρόνια μία πρόοδο που υπό άλλες συνθήκες θα χρειάζονταν 100 χρόνια, ανέφερε ο Υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, μιλώντας σήμερα στο συνέδριο του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την πορεία του σχεδίου Ελλάδα 2.0.
«Αυτή τη στιγμή υλοποιούμε το μεγαλύτερο πρόγραμμα ανακαίνισης των κτιριακών υποδομών των ελληνικών νοσοκομείων από την ίδρυση του ΕΣΥ, όπως και των δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, που περιλαμβάνει 80 νοσοκομεία και 156 Κέντρα Υγείας, αντίστοιχα. Παράλληλα, υπάρχει ένα τεράστιο πρόγραμμα ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού για τα Κέντρα Υγείας, ενώ μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης χρηματοδοτούνται τα περισσότερα έργα πληροφοριακής αναβάθμισης, με σημαντικότερο τον Ηλεκτρονικό Φάκελο Ασθενούς», δήλωσε ο Υπουργός.
Αναφερόμενος στους προληπτικούς ελέγχους, τόνισε ότι δίνεται η ευκαιρία να γίνει το μεγαλύτερο screening του πληθυσμού, για την ανίχνευση σε πρώιμο στάδιο διάφορων σοβαρών ασθενειών, σώζοντας ζωές, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των ασθενών και εξοικονομώντας πόρους στο σύστημα υγείας.
Παράλληλα, χρηματοδοτούνται μία σειρά από άλλα έργα, που δίνουν εργαλεία για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, με στόχο τον έλεγχο των δαπανών, την εφαρμογή διαγνωστικών πρωτοκόλλων, τη δημιουργία DRG’s. «Σε όλα τα επίπεδα το Ταμείο Ανάκαμψης είναι παρών στο υπουργείο Υγείας», σημείωσε ο Άδωνις Γεωργιάδης.
Ο Υπουργός αναφέρθηκε στην «δόκιμη αγωνία» της αρμόδιας ομάδας για την τήρηση των δεσμεύσεων, τονίζοντας ότι το υπουργείο Υγείας έχει την επιπλέον αγωνία για την ολοκλήρωση των έργων προς όφελος του ελληνικού λαού. «Είναι η βασική μας ευθύνη και δέσμευση προς αυτούς που μας ψήφισαν. Άρα θα τα κάνουμε σίγουρα», τόνισε ο Υπουργός. Σημείωσε, ωστόσο, ότι υπάρχουν και πιο δύσκολες προκλήσεις, όπως για παράδειγμα ο έλεγχος του clawback, που απαιτούν πιο δύσκολες αποφάσεις.
«Υπάρχουν κοινές προκλήσεις για όλες της χώρες, αλλά η Ελλάδα, είχε επιπλέον τις δικές της προκλήσεις για καιρό, όπως οι χαμηλές δαπάνες υγείας, λόγω κρίσης, οι υψηλές ιδιωτικές πληρωμές, η υψηλή φαρμακευτική δαπάνη, το νοσοκομειοκεντρικό σύστημα υγείας, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπου η Πρωτοβάθμια Φροντίδα και η πρόληψη είναι πιο σθεναρές. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει επαρκής αριθμός προσωπικών γιατρών, το ποσοστό των γενικών γιατρών είναι επίσης χαμηλό, ίσως το χαμηλότερο στην Ευρώπη. Υπάρχουν προβλήματα και το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το λαμβάνει αυτό υπόψη», τόνισε μεταξύ άλλων ο Διευθυντής στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών Υποθέσεων (DG ECFIN) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Luc Tholoniat.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το αν η Ελλάδα θα καταφέρει να απορροφήσει τα κονδύλια μέχρι το 2026 στον τομέα της υγείας, ο Luc Tholoniat, είπε: «Έχουμε πάρα πολλά να κάνουμε στην υγεία και χαίρομαι πάρα πολύ που βλέπω κάποια αποτελέσματα, παρόλο που είμαστε ακόμα στα μισά του δρόμου. Έχουμε ακόμα 30 μήνες μπροστά μας και είμαστε σίγουροι ότι θα τα καταφέρουμε» .
Από την πλευρά της, η Γενική Γραμματέας Συντονισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας, Εύη Δραμαλιώτη, ανέφερε ότι τα μέτρα που έχουν αναλυθεί είναι μέρος μόνο αυτού που θέλει να κάνει η κυβέρνηση στην υγεία. «Η κυβέρνηση δίνει μεγάλη προσοχή στο συγκεκριμένο τομέα και πολλές μεταρρυθμίσεις προχωρούν», τόνισε. Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρθηκε στη μεταρρύθμιση που αφορά στον προσωπικό γιατρό και την ενίσχυση του δεσμού με τους πολίτες, ούτως ώστε -όπως χαρακτηριστικά είπε- να νιώθουν ασφαλέστεροι και να μπορούν να έχουν τη φροντίδα που χρειάζονται.
Αναφερόμενη στα προγράμματα προληπτικών ελέγχων, η κ. Δραμαλιώτη, επεσήμανε ότι βαίνουν και πέραν του Ταμείου Ανάκαμψης καθώς υπάρχει ολιστικό σχέδιο για την ενίσχυση της πρόληψης.
«Έχουμε σημειώσει πολλά επιτεύγματα. Υπάρχει μεγάλη δέσμευση και αφοσίωση στο πρόγραμμα και αυτό αποδεικνύεται από τη βαθμολογία μας. Είμαστε από τις χώρες με τη μεγαλύτερη απορρόφηση και αυτό δείχνει πολλά», υπογράμμισε.
Ο Καθηγητής Πολιτικής Υγείας, Κοσμήτορας Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κυριάκος Σουλιώτης, τόνισε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μία πρόσθετη χρηματοδότηση μετά από χρόνια με περιορισμένους πόρους, η οποία θα πρέπει να αξιοποιηθεί. «Είναι μια μεγάλη ευκαιρία για την χώρα. Δεν ξέρω αν θα είναι η τελευταία, αλλά θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε σαν τελευταία», δήλωσε. «Έχουμε 72 μεγάλα έργα, ύψους περίπου 2 δις και όλες αυτές τις κρίσιμες μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για το μέλλον της υγείας. Το κρίσιμο είναι πώς θα επενδυθούν αυτά τα χρήματα», πρόσθεσε.
Μιλώντας για τις βασικές προτεραιότητες, αναφέρθηκε στην αλλαγή κουλτούρας όσον αφορά στην πρόληψη μέσω του προγράμματος «Σπύρος Δοξιάδης», στην ψηφιοποίηση οργανισμών του τομέα, όπως ΕΟΦ και ΕΟΠΥΥ, που θα οδηγήσουν σε πιο τεκμηριωμένη λήψη αποφάσεων αλλά και σε μια πιο ορθολογική πολιτική για τα φαρμακευτικά προϊόντα. «Aυτή τη στιγμή βασιζόμαστε κυρίως στις εκπτώσεις και στο clawback. Αυτό, όμως, δεν είναι τόσο βιώσιμο και χαίρομαι πάρα πολύ που η αλλαγή του συστήματος αυτού είναι προτεραιότητα. Αυτός είναι ένας ad hoc μηχανισμός χρηματοδότησης, που σημαίνει ότι αργά ή γρήγορα θα πρέπει να αναλάβουμε εμείς την ευθύνη και να γίνουμε εμείς οι κύριοι της χρηματοδότησης», εξήγησε.
Όπως τόνισε ο καθηγητής, η Πολιτεία δεν μπορεί να βασιστεί στην πρόσθετη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης για τη μεταρρύθμιση του συστήματος και θα πρέπει να βρεθούν ίδιοι πόροι, μέσω της φορολόγησης, των εισφορών κ.ά. «Θέλω να υπογραμμίσω ότι υπάρχει μεγάλη βούληση στην κοινωνία για τη μεταρρύθμιση. Το 75% του πληθυσμού δηλώνει ότι δέχεται μία διαρθρωτική αλλαγή στην περίθαλψη. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί βοηθά σε συνδυασμό με την πολιτική βούληση», κατέληξε.