Επενδυτική δίψα για startup stories που «γεννά» παράλογες αποτιμήσεις, ή κάτι βαθιά πιο προβληματικό που αποκαλύπτεται γύρω από το μοντέλο του «gig economy» που δεν μπορεί να επιβιώσει και πόσο μάλλον να δώσει ώθηση στην παγκόσμια οικονομία;
Αυτά τα ερωτήματα επανέρχονται στο προσκήνιο μετά τις IPO των Airbnb και DoorDash και του «άλματος» κατά 112% και 86% αντίστοιχα που κατέγραψαν οι μετοχές των δύο εισηγμένων πλέον, στη Wall Street. Έτσι, η μετοχή της πρώτης εκτοξεύθηκε από τα 68 δολάρια στα 144,71 δολάρια με το market cap να διαμορφώνεται στα 101 δισ. δολάρια, ενώ ο τίτλος της DoorDash (food delivery app) έφτασε τα 180,26 δολάρια με market cap στα 60,2 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας με μεγάλη ευκολία τα 18,6 δισ. δολάρια των Burger King και Popeye.
Αντίστοιχα για την Airbnb το αντίπαλο δέος που ακούει στις Marriott, Hilton και Hyatt φτάνει τα 80 δισ. δολάρια σε κεφαλαιοποίηση αθροιστικά, ενώ κάτι ανάλογο συμβαίνει και στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας με την υπερτιμημένη Tesla να ηγείται, με κεφαλαιοποίηση που αγγίζει τα 573 δισ. δολάρια και τη μετοχή στα 607,58 δολάρια (άνοδο 622%).
Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στις προσδοκίες της αγοράς για την προοπτική των συγκεκριμένων εταιρειών, που έρχονται σε ευθεία ρήξη με το πρόσφατο παρελθόν που συνέχισαν να γράφουν ζημιές στα βιβλία τους. Ενδεικτικό είναι πως η Airbnb κατέγραψε σωρευτικές απώλειες 2,1 δισ. δολαρίων από τη δημιουργία της το 2008, εκ των οποίων τα 697 εκατ. δολάρια μέσα στο πρώτο εννεάμηνο που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου.
Αυτό που προκύπτει λοιπόν, είναι πότε η εταιρεία θα επιστρέψει σε κερδοφορία όταν δε τα κατάφερε, κατά τη διάρκεια του προ πανδημικού κύκλου, με την άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών να αποτελεί το μεγάλο ερωτηματικό, όπως και η ψυχολογία του κόσμου. Για την ώρα δεν υπάρχει ένα γρήγορο μονοπάτι για την επιστροφή στα κέρδη από τον επικεφαλής της Airbnb Μπράιαν Τσέσκι στην προσπάθειά του να κερδίσει τη διψασμένη Wall Street, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει τη μετοχή σε ένα roller coaster.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για την DoorDash, που κατέγραψε ζημιές 149 εκατ. δολαρίων κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2020, ακόμη και όταν ένα μεγάλο μέρος των αμερικανών πολιτών παρήγγελνε φαγητό κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού.
«Αυτές οι δύο εταιρείες θα πρέπει να παράγουν αποτελέσματα ώστε να ικανοποιήσουν ή και να ξεπεράσουν τις προσδοκίες των επενδυτών», ανέφερε η Kathleen Smith της Renaissance Capital, σε εσωτερικό σημείωμα, συμπληρώνοντας πως ο πήχης έχει ανέβει ήδη πολύ υψηλά κοιτάζοντας την «παράσταση» της πρώτης μέρας».
Καμπανάκι «κινδύνου» χτύπησε και η Monica Dwyer της Harvest Financial Advisors, τονίζοντας πως «η εξοικείωση με ένα brand και οι συναισθηματικοί δεσμοί που δημιουργούνται με αυτό δεν αποτελούν καλή βάση για επένδυση».
Για το λόγο αυτό θα πρέπει να παραμείνουν στο επίκεντρο τα θεμελιώδη των εταιρειών οι δείκτες P/E (τιμή προς κέρδη ανά μετοχή) και P/BV, το οικονομικό περιβάλλον και ο όγκος συναλλαγών κατά τη διάρκεια μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων χρονικών πλαισίων.
Α. Β