Σταθερή ψήφο εμπιστοσύνης στις προοπτικές των ελληνικών κρατικών τίτλων και της οικονομίας συνεχίζει να προσφέρει η JP Morgan, εν αναμονή και της δανειακής στρατηγικής του ΟΔΔΗΧ για το 2022. «Βαδίζοντας» λοιπόν προς το νέο έτος, ο αμερικανικός οίκος διαμορφώνει την επενδυτική του στρατηγική στις αγορές ομολόγων, με τους ελληνικούς τίτλους να αποτελούν μια προτιμητέα βάση στην ευρωπαϊκή περιφέρεια.
Συγκεκριμένα, οι στρατηγικοί αναλυτές του οίκου διατηρούν «overweight» σύσταση για τα ελληνικά και τα ιταλικά ομόλογα έναντι της υπόλοιπης ευρωπαϊκής περιφέρειας, ενώ στον ευρωπαϊκό «πυρήνα» προτιμούν τους τίτλους της Ιρλανδίας και του Βελγίου κατά το πρώτο μισό του έτους. Παράλληλα, αναμένουν σημαντική υποχώρηση των spreads, καθώς και από την πλευρά του ισχυρού Bund αναμένεται μια ανοδική κίνηση. Υπό αυτό το πρίσμα, το spread του ελληνικού 10ετούς, εκτιμάται πως θα υποχωρήσει από τα τρέχοντα επίπεδα των 160,1 μ.β. στις 125 μ.β. κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022 και στις 110 μ.β. στο δεύτερο τρίμηνο, προτού ενισχυθεί ελαφρώς κατά το τρίτο και τέταρτο τρίμηνο του 2022 στις 115 μ.β και στις 120 μ.β αντίστοιχα. Κατά το τέλος του 2022, τα spreads στο ελληνικό και στο ιταλικό 10ετές έναντι του Bund θα κινηθούν σε ένα παρόμοιο εύρος, με τον στόχο της JP Morgan για εκείνο το διάστημα να είναι στις 120 μ.β.
Για το γερμανικό Bund, η JP Morgan εκτιμά στο βασικό της σενάριο πως μετά από έτος υψηλής μεταβλητότητας με το 10ετές να κινείται σε ένα μεγάλο εύρος (-60 μ.β έως -6 μ.β), και υπό τη βάση της συνεχιζόμενης ισχυρής ανάκαμψης με επίμονες αλλά φθίνουσες πληθωριστικές πιέσεις, της συνέχισης του QE από την ΕΚΤ έως το 2022 και του ευνοϊκού πολιτικού σκηνικού, η απόδοση του γερμανικού τίτλου θα παραμείνει ασταθής αλλά θα περιοριστεί στο εύρος των -30 μ.β έως -10 μ.β (στις αρχές του 2022), ολοκληρώνοντας το πρώτο εξάμηνο του 2022 γύρω στις -15 μ.β, ενώ θα κινηθεί σταδιακά υψηλότερα σε ήπιο θετικό «έδαφος» (+10 μ.β) μέχρι το τέλος του 2022.
Επιπλέον, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές υπάρχει ακόμη ένα ικανοποιητικό discount βασισμένο στην αβεβαιότητα που ενσωματώνεται στα περιφερειακά spreads, και που διαμορφώνεται περίπου στις 50 μ.β στο ιταλικό 10ετές, στις 10 μ.β στον ισπανικό και πορτογαλικό τίτλο και περίπου στις 20 μ.β στον ελληνικό. Η JP Morgan αναμένει παράλληλα περαιτέρω σταδιακή μείωση της υποστηρικτικής προσφοράς έναντι της δυναμικής των αγορών της ΕΚΤ και των περιορισμένων πολιτικών κινδύνων.
Αξίζει να επισημάνουμε, πως η JP Morgan έχει πραγματοποιήσει τρία trade στα ελληνικά ομόλογα με το ένα να αφορά long θέση στο ελληνικό 7ετές έναντι του πορτογαλικού με άνοιγμα στις 8 Ιανουαρίου και έξοδο στις 19 Φεβρουαρίου (κερδοφόρο), ενώ αντίστοιχο κερδοφόρο trade υπήρξε και έναντι του Bund, αντίστοιχης διάρκειας τίτλων. Στις αρχές Νοεμβρίου άνοιξε και διατηρεί ένα trade που αφορά το ελληνικό 10ετές λήξης Ιουνίου 2031 με long θέση έναντι short στον πορτογαλικό τίτλο λήξης Οκτωβρίου 2031 στις 75 μ.β (3M carry: 2 μ.β και 3M slide: -1,4 μ.β).
Ωστόσο ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδας, οι αναλυτές εκτιμούν ότι το pricing που γίνεται και το discount, προέρχεται από την αβεβαιότητα σχετικά με τη ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στα προγράμματα της ΕΚΤ μετά το πέρας του PEPP. Σύμφωνα με το βασικό της JP Morgan, όπου στηρίζεται στην ένταξη των ελληνικών τίτλων στο «κανονικό» QE, στις ισχυρές προοπτικές της οικονομίας και στο σταθερό πολιτικό σκηνικό, η Ελλάδα θα μπορούσε δυνητικά να κάνει trade κοντά στον sovereign risk δείκτη, (στο 1,17) όπως συνέβη και στο μεγαλύτερο μέρος του 2021. (Ο συγκεκριμένος δείκτης στοχεύοντας στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές, λαμβάνει διάφορες μεταβλητές, όπως είναι το δημόσιο χρέος (μεγαλύτερη στάθμιση 1/3) και το ιδιωτικό, το ισοζύγιο του προϋπολογισμού, οι δαπάνες για το συνταξιοδοτικό, η εξάρτηση των τραπεζών από την ΕΚΤ, το ποσοστό ανεργίας, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κ.α).
Έτσι, σε αυτό το δείκτη, το «βάρος» του δημοσίου χρέους της χώρας «αξιολογείται» στο 2,1 (198% του ΑΕΠ το 2022), ενώ το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού στο 0,2 (3,9% του ΑΕΠ το 2022), με τις δαπάνες που σχετίζονται με την ηλικία (συνταξιοδοτικές) για το 2070 στο -1,7 (20% του ΑΕΠ). Παράλληλα, ιδιαίτερα αρνητικές είναι και οι θέσεις που κατέχει η Ελλάδα στη βάση του δείκτη, αναφορικά με την εξάρτηση του τραπεζικού συστήματος από τα κεφάλαια της ΕΚΤ που διαμορφώνεται στο 1,3 (το υψηλότερο επίπεδο) αλλά και του υψηλού όγκο ιδιωτικού χρέους που καθορίζεται στο δείκτη στο αρνητικό 1,2.
Παρ'όλα αυτά, η JP Morgan αρχίζει να «βλέπει» την επιστροφή της Ελλάδας στο investment grade. Όπως αναφέρουν οι αναλυτές, οι θετικές κινήσεις στις αξιολογήσεις από τους οίκους θα συνεχιστούν και το επόμενο έτος, ειδικά για τα πιο μικρά κράτη, με την Ελλάδα μάλιστα να έχει πιθανότητες να φτάσει στην επενδυτική βαθμίδα στο δεύτερο εξάμηνο του 2022. Επίσης για την Ιταλία, υπάρχουν δυνατότητες αναβαθμίσεων το 2022, δεδομένου του πλαισίου για συνέχιση της ισχυρής μεταρρυθμιστικής ατζέντας.
Ως προς το σκέλος της νομισματικής πολιτικής και του ρυθμού και της έντασης των προγραμμάτων της ΕΚΤ, η JP morgan εκτιμά πως θα δημιουργηθεί ένα envelope της τάξεως των 200 - 250 δισ. ευρώ μετά το PEPP, που θα αξιοποιηθεί για ένα χρονικό διάστημα έως και ενός έτους, με τα ελληνικά ομόλογα να είναι επιλέξιμα σε αυτό, σε συνδυασμό με τον τρέχοντα ρυθμό αγορών στη βάση του APP που διαμορφώνεται στα 20 δισ. ευρώ, μηνιαίως (ανάλογο σήμα έχει δοθεί τόσο από τον F. Ducrozet της Pictet, αλλά και από τη Societe Generale). Παράλληλα, οι γραμμές TLTROs της ΕΚΤ (στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης) θα συνεχιστούν αν και με δυνητικά λιγότερο ευνοϊκούς όρους.