Τοποθετώντας έναν ήσυχο, γεμάτο αυτοπεποίθηση και «πεινασμένο» ταύρο στο cover των προοπτικών των ευρωπαϊκών αγορών για το 2022, η Société Générale διατηρεί μετά και το τελευταίο «σήμα» που δόθηκε από τις κεντρικές τράπεζες για την πορεία της νομισματική τους πολιτική και την εξέλιξη της «Όμικρον», τη θέση της πως η τρέχουσα bull market δεν έχει τελειώσει.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο γαλλικός οίκος, θέτει στις 520 μονάδες τον στόχο για τον Stoxx 600, ήτοι 5,25% υψηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα, εκτιμώντας ότι αυτή η άνοδος θα οφείλεται κυρίως στη σταθερή αύξηση της κερδοφορίας σε ένα υποστηρικτικό μακροοικονομικό περιβάλλον. Όπως τονίζουν οι στρατηγικοί αναλυτές του οίκου, ο ευρωπαϊκός κύκλος έχει ακόμη περιθώρια, αναμένοντας κορύφωση του πληθωρισμού σύντομα και προτείνοντας μια «διαφοροποίηση» της πολιτικής της ΕΚΤ από τη γραμμή που χαράζει η Fed.
Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές μετοχές διαπραγματεύονται σε ιστορικά χαμηλά σε σύγκριση με τις αμερικανικές και η τρέχουσα αποτίμησή τους μπορεί να απορροφήσει τις υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων. Αλλά ένα έτος στις αγορές μετοχών δεν είναι ποτέ «μια βόλτα στο... πάρκο», όπως εξηγεί η Société Générale, και αυτό διότι ορισμένα γεγονότα θα μπορούσαν να προκαλέσουν αστάθεια το επόμενο διάστημα, όπως είναι τυχόν νέα πανδημικά κύματα, δείγματα επιβράδυνσης της Κίνας, οι γαλλικές εκλογές και η πρώτη αύξηση των επιτοκίων από τη Fed μετά από τέσσερα χρόνια.
Έτσι, ο γαλλικός οίκος συστήνει στους επενδυτές να στραφούν προς τους κυκλικούς κλάδους έναντι των αμυντικών καθώς οι πρώτοι διαπραγματεύονται με discount έναντι των δεύτερων. Στα πλαίσια αυτού, θέτει «overweight» σύσταση στον κλάδο της βιομηχανίας, των κατασκευών και των υλικών και της πληροφορικής και «underweight» για τα καταναλωτικά αγαθά. Επιπλέον, η ενεργειακή μετάβαση και η ψηφιοποίηση αναμένεται να οδηγήσουν σε σημαντικές αποδόσεις στους κλάδους των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και της πληροφορικής, ενώ παραμένει «overweight» στον τραπεζικό κλάδο λόγω των υψηλότερων αποδόσεων στα ομόλογα, και «underweight» στο real estate και στις τηλεπικοινωνίες.
Ένας δεύτερος παράγοντας στον οποίο βασίζεται η «bullish» θέση της Société Générale, είναι η υγιής κατάσταση των ισολογισμών των ευρωπαϊκών εταιρειών και τα υψηλά ρευστά διαθέσιμα που διατηρούν. Όπως επισημαίνουν οι στρατηγικοί αναλυτές, η αύξηση των ελεύθερων ταμειακών ροών θα ωθήσει τις ευρωπαϊκές εταιρείες να ξοδέψουν ή/και να επιστρέψουν μέρος της ρευστότητας στους μετόχους. Παράλληλα, η ενεργειακή μετάβαση και η ψηφιοποίηση θα πρέπει να ωθήσουν τις εταιρείες σε έναν νέο επενδυτικό κύκλο αυξάνοντας τις κεφαλαιουχικές τους δαπάνες, τη στιγμή που οι συγχωνεύσεις και εξαγορές θα παραμείνουν ένας διαφορετικός τρόπος επένδυσης από τις εταιρείες, έχοντας φτάσει σε υψηλά 14 ετών το 2021.
Όπως επισημαίνουν ωστόσο, για να επιστρέψουν οι εταιρείες μετρητά στους μετόχους, μπορεί να προτιμήσουν τα buybacks (επαναγορά ιδίων μετοχών) έναντι των μερισμάτων, καθώς προσφέρουν μεγαλύτερη ευελιξία.
Στις συστάσεις του γαλλικού οίκου προς τους επενδυτές είναι και οι τοποθετήσεις στη βάση της πιο «πράσινης» Ευρώπης. Το «Green Deal» της ΕΕ μπορεί να αποκτήσει δυναμική φέτος με το Ταμείο Ανάκαμψης να ανεβάζει ρυθμούς και να αυξάνονται οι δαπάνες για την ενεργειακή μετάβαση. Το SG European Green Deal παραμένει η βασική επενδυτική σύσταση του γαλλικού οίκου για το 2022, με το «καλάθι» των μετοχών που απαρτίζει να αποτελείται από ευρωπαϊκές εταιρείες που θα επωφεληθούν από τη «πράσινη» στρατηγική της Κομισιόν ενώ η κερδοφορία αυτών των εταιρειών αναμένεται να ενισχυθεί κατά 19% το 2022, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Société Générale.
Ευρύτερα, οι στόχοι του γαλλικού οίκου για τον Stoxx 600 είναι στις 560 μονάδες μέχρι το τέλος του 2023, για τον FTSE 100 στις 7.800 μονάδες στα τέλη του 2022 και στις 8.500 στα τέλη του 2023, ενώ για τον γαλλικό CAC 40 στις 7.500 και στις 8.000 αντίστοιχα.
Επίσης, ο γερμανικός DAX αναμένεται να αναρριχηθεί στις 17.000 μονάδες μέχρι το τέλος του 2022 και στις 18.000 μονάδες μέχρι το τέταρτο τρίμηνο του 2023, ο FTSE MIB στις 29.000 μονάδες και στις 31.000 μονάδες και ο ισπανικός IBEX 35 στις 9.300 μονάδες και στις 10.000 μονάδες αντίστοιχα.