Θετικές εξελίξεις από τους οίκους αξιολόγησης αλλά όχι σε επίπεδα που να επιτρέψουν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα, είναι η νέα θέση της Citi.
Πλέον ο αμερικανικός οίκος εκτιμά ότι κατά το επόμενο διάστημα και με ορίζοντα μέχρι και 9 μήνες, η Standard & Poor's θα αναβαθμίσει την Ελλάδα σε «BB+» από «BB» (με θετικό outlook) και η Moody's σε «Ba2» από «Ba3» (με σταθερό outlook), αναμένοντας παράλληλα ότι οικονομία θα παραμείνει η επενδυτική αξιολόγηση τα επόμενα δύο έως τέσσερα έτη.
Η νέα θέση της Citi βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση από αυτή της JP Morgan που εκτιμά πως η Ελλάδα θα περάσει το κατώφλι της επενδυτικής βαθμίδας στα τέλη του 2022 ή στις αρχές του 2023.
Ως προς το σκέλος της ΕΚΤ, ο αμερικανικός οίκος αναμένει ότι οι καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων θα λήξουν τον Δεκέμβριο του 2022, αλλά αντί για μια πρώτη αύξηση των επιτοκίων το 2024 και στη συνέχεια μία αύξηση ετησίως, τώρα βλέπει αυξήσεις κατά 25 μ.β τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο κάθε έτους στο χρονικό διάστημα 2023 - 2025. Αυτό θα οδηγήσει το επιτόκιο καταθέσεων στο 1%, το βασικό επιτόκιο επαναγοράς στο 1,5% και το επιτόκιο οριακού δανεισμού στο 2%. Παράλληλα, οι επανεπενδύσεις των λήξεων θα πρέπει να συνεχιστεί καθ' όλη τη διάρκεια, συμπεριλαμβανομένου του έως και 1,85 τρισ. ευρώ ποσού τίτλων που έχει συσσωρευτεί στο PEPP.
Σύμφωνα με τη CIti, το αποτέλεσμα της συνεδρίασης του Δεκεμβρίου έθεσε την ΕΚΤ σε ένα ακόμη χαμηλότερο και πιο απότομο tapering από το αναμενόμενο. Μετά τον Σεπτέμβριο του 2022, οι καθαρές αγορές 20 δισ. ευρώ ανά μήνα ενδέχεται να είναι αορίστου χρόνου, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι είναι αναγκαίο να γίνει κάτι τέτοιο. Η Citi δεν αναμένει ένα επαρκές consensus για την παράτασή τους πέραν του 2022 (ούτε για την επανενεργοποίησή τους, εκτός εάν η οικονομία υποστεί ένα σοβαρό πλήγμα), αλλά ούτε ένα ισχυρό consensus για την αύξηση των επιτοκίων αμέσως μετά (παρά τις οδηγίες ότι οι αγορές καθαρών περιουσιακών στοιχείων τελειώνουν «λίγο» πριν από την άνοδο των επιτοκίων). Μέχρι τα μέσα του 2023, ωστόσο, η αυξανόμενη άνοδος των μισθών και οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό το 2025 που θα είναι αρκετά κοντά στον στόχο του 2%, θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για αυξήσεις επιτοκίων.