Με την αγορά της Wall Street να παραμένει κλειστή χθες λόγω της «Εορτής των Προέδρων» οι αγορές δεν έδειξαν ακόμη το φόβο τους στις κινήσεις και στους χειρισμούς του Βλάντιμιρ Πούτιν.
Ο ολονύχτιος «πυρετός» που προκλήθηκε από την αναγνώριση των ΛΔ του Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν με διάγγελμα του προς τον ρωσικό λαό, αλλά και τις εξελίξεις σε ρυθμό «χιονοστιβάδας» που ακολούθησαν με την ανάπτυξη «ειρηνευτικής» στρατιωτικής δύναμης στις ανατολικές επαρχίες, θα φέρουν μια νέα εκτόξευση της μεταβλητότητας στις αγορές με απόσυρση ρευστότητας και ισχυρούς κλυδωνισμούς στις αγορές μετοχών και στα ομόλογα και άνοδο στα commodities, σύμφωνα με αναλυτές.
Οι Δυτικοί ηγέτες «θα το δουν αυτό ως ένα ξεκάθαρο πέρασμα μιας κόκκινης γραμμής... φέρνοντας πιο κοντά τις κυρώσεις», δήλωσε ο Claus Vistesen, επικεφαλής οικονομολόγος της Pantheon Macroeconomics για την Ευρωζώνη σε σημείωμά του. «Αν συμβεί αυτό, τότε σφυρί των κυρώσεων θα πέσει πολύ βαριά, οδηγώντας τις τιμές της ενέργειας υψηλότερα και τις μετοχές σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα».
Σε αυτό το πλαίσιο, με ισχυρή άνοδο αντιδρούν οι τιμές ενέργειας στην αυξημένη -πλέον- απειλή μιας ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η τιμή του Brent ενισχύεται κατά 2,22% στα 97,51 δολάρια το βαρέλι. Το συμβόλαιο του Απριλίου είχε ήδη σημειώσει κέρδη 2% τη Δευτέρα, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη ημερήσια άνοδο σε επίπεδο συμβολαίου ενός μήνα από τις 14 Φεβρουαρίου. Στο αμερικανικό αργό WTI, το συμβόλαιο παράδοσης Μαρτίου κερδίζει 3,66% στα 94,40 δολάρια το βαρέλι, ενώ η τιμή του φυσικού αερίου κινείται κατά 6% υψηλότερα ή κατά 30 σεντς στα 4,72 δολάρια ανά 1 εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες.
Ενεργειακό σοκ
Το Marketwatch διερωτάται τι θα συμβεί εάν η κατάσταση στα εδάφη της Ουκρανίας συνεχίσει να κλιμακώνεται; Για τους επενδυτές, το ενδιαφέρον θα πρέπει να στραφεί στις τιμές της ενέργειας, με τους αναλυτές να προειδοποιούν ότι το αργό πετρέλαιο πιθανό να εκτιναχθεί πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι.
«Ο Μπάιντεν παραμένει ανένδοτος ότι η Ουκρανία θα αμυνθεί και θα υπερασπιστεί τα εδάφη της και ότι οι κυρώσεις θα εφαρμοστούν στο επέκρον. Με τις τιμές του πετρελαίου να βρίσκονται ήδη σε πολυετή υψηλά λόγω της μη ευθυγραμμισμένης δυναμικής προσφοράς/ζήτησης, η περαιτέρω ένταση θα μπορούσε να σημαίνει μεγαλύτερη άνοδο (πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι) που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τόσο την οικονομία των ΗΠΑ όσο και την παγκόσμια οικονομία», δήλωσε ο Larry Adam, επικεφαλής επενδύσεων για το Private Client της Raymond James, σε ένα σημείωμα της Παρασκευής.
«Ενώ παραμένουμε αισιόδοξοι ότι τελικά θα υπάρξει μια διπλωματική επίλυση ή/και αποκλιμάκωση (βασικό σενάριο), αυτό δεν είναι βέβαιο με την υψηλή ένταση που επικρατεί. Ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα θα μείωνε το ασφάλιστρο γεωπολιτικού κινδύνου που ενσωματώνεται στις τιμές του πετρελαίου (τουλάχιστον 5-10 δολάρια) και θα επέστρεφε το πετρέλαιο πιο κοντά στον στόχο μας για το τέλος του έτους των 80 δολαρίων», ανέφερε ο Adam.
Πέρα από το αργό πετρέλαιο, ο ρόλος της Ρωσίας ως βασικού προμηθευτή φυσικού αερίου στη Δυτική Ευρώπη θα μπορούσε να εκτινάξει τις τιμές στην περιοχή στα ύψη. Σε αυτό το έκρυθμο σκηνικό που διαμορφώνεται, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κινηθεί προς τη γραμμή επιβολής ισχυρών κυρώσεων προκαλώντας αναμφίβολα έντονες αντιδράσεις από τη μεριά της Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού, όπως αναφέρει η Barbara Lambrecht αναλύτρια της Commerzbank για τον κλάδο της ενέργειας.
Επί του παρόντος, οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου περιέχουν 33,2 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, κάτι που συνεπάγεται πως βρίσκονται στο 33% της χωρητικότητας. Εάν όλο αυτό το φυσικό αέριο εγχεόταν στο δίκτυο για κατανάλωση, θα ήταν δυνατή η αναπλήρωση των ρωσικών προμηθειών για ένα διάστημα 2,5 μηνών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ η προσφορά (εισροές) είναι σχετικά σταθερή κατά τη διάρκεια του έτους, η ζήτηση παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις. Ως εκ τούτου, όπως σημειώνει η Commerzbank, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός πως το φυσικό αέριο που παραμένει στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης θα αποσυρθεί τις επόμενες εβδομάδες ανεξαρτήτως του «πάγου» στον οποίο μπορεί να μπει ο εφοδιασμός ρωσικής ενέργειας και επομένως δεν θα είναι δυνατόν να υπάρξει αντιστάθμιση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου.