Παρά την όποια αποκλιμάκωση καταγράφουν οι τιμές του «μαύρου χρυσού» το τελευταίο διάστημα, η Goldman Sachs επανέρχεται διατηρώντας τη «bullish» θέση της και αναμένοντας μια εκ νέου επιστροφή των τιμών σε επίπεδα υψηλότερα των 100 δολαρίων.
Όπως εξηγεί ο Damien Courvalin, επικεφαλής ανάλυσης στο σκέλος της ενέργειας & ανώτερος αναλυτής στρατηγικής στα εμπορεύματα για την Goldman Sachs, δύο είναι οι τιμές που έχουν σημασία για τα μοντέλα που εφαρμόζονται στην αγορά πετρελαίου: (1) η λιανική τιμή των καυσίμων που πληρώνουν οι καταναλωτές καθώς οδηγεί στην ελαστικότητα της ζήτησης και (2) η τιμή του αργού που λαμβάνουν οι παραγωγοί καθώς οδηγεί στην ελαστικότητα της προσφοράς. Σύμφωνα με τον ίδιο, μέχρι το 2021, υπήρχε μια σταθερή συσχέτιση μεταξύ των τιμών λιανικής και των τιμών του Brent, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται οι δεύτερες ως κοινό στοιχείο και για τις δύο πλευρές του βασικού μοντέλου της G.S. Ωστόσο, αυτό δεν υφίστανται πλέον, εξαιτίας των σημαντικών στρεβλώσεων σε καθένα από τα βήματα που απαιτούνται για τη μετατροπή του αργού πετρελαίου σε καύσιμα.
Γυρνώντας λίγο πίσω, οι εκτιμήσεις του αμερικανικού οίκου για τις τιμές του Brent για τον Ιούνιο και τον Ιούλιο (στα συμβόλαια) ορίζονταν στα 125 και στα 140 δολάρια το βαρέλι αντίστοιχα, όπου αυτή ήταν και η προσδοκία που είχε για το μέσο επίπεδο συμβολαίου στο Χρηματιστήριο ICE. «Η χαρτογράφηση στις τιμές λιανικής μας έκανε να περιμένουμε μια τιμή για το Brent, με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι καταναλωτές, στα 150 - 160 δολάρια το βαρέλι. Από την άλλη, τα συμβόλαια του Brent κινήθηκαν κατά μέσο όρο στα 117 και στα 105 δολάρια το βαρέλι - χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις μας - ενώ η τιμή με την οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι οι καταναλωτές ήταν στα 150 - 170 δολάρια - ελαφρώς υψηλότερα από την πρόβλεψή μας», όπως σημειώνει ο Courvalin.
Από αυτό αντλεί τρία συμπεράσματα. Το θετικό, στο οποίο οι τιμές λιανικής - αν και δεν είναι εμπορεύσιμες - πλησίασαν τις εκτιμήσεις του οίκου παρά όλες τις τρέχουσες μακροοικονομικές αβεβαιότητες. Το αρνητικό, στο οποίο η αποσύνδεση μεταξύ των τιμών λιανικής και των συμβολαίων του Brent ήταν πολύ μεγαλύτερη από το αναμενόμενο, διατηρώντας τα συμβόλαια πολύ χαμηλότερα από τις προβλέψεις του. Το άσχημο, κατά το οποίο η εκτίμηση της G.S για τις τιμές λιανικής - η οποία αποδείχθηκε σε γενικές γραμμές ακριβής - δεν οδήγησε σε μια επαρκή «καταστροφή» της ζήτησης ώστε να τελειώσει το τρέχον, μη βιώσιμο έλλειμμα.
Επιπλέον, το πολύ μεγαλύτερο από το αναμενόμενο χάσμα μεταξύ των φυσικών τιμών Brent (αναφέρεται σε φυσικά φορτία αργού στα οποία έχουν οριστεί συγκεκριμένες ημερομηνίες παράδοσης (όχι συμβολαίων) και των τιμών λιανικής των καυσίμων σε παγκόσμια βάση σε όρους ισοδύναμους Brent (περίπου 45 δολάρια το βαρέλι κατά μέσο όρο τον Ιούνιο - Ιούλιο έναντι των 25 δολαρίων το βαρέλι που ανέμενε) μπορεί να συνδεθεί με τη ρωσική ενέργεια και την κρίση φυσικού αερίου που πλήττει την Ευρώπη.
Επιπλέον, τρεις από τους πέντε παράγοντες που εντόπισαν οι αναλυτές ξεπέρασαν τις προσδοκίες τους: το καθαρό φορτίο, οι τιμές φυσικού αερίου στην ΕΕ και το αμερικανικό δολάριο, όλα εξαιτίας των διαρκών ρωσικών ενεργειακών κυρώσεων. Αυτό αντισταθμίστηκε ελαφρώς μόνο από τα ασθενέστερα περιθώρια διύλισης τον Ιούλιο αλλά και από τις συνεχείς προσπάθειες των κυβερνήσεων να συγκρατήσουν τις τιμές λιανικής μέσω των φοροελαφρύνσεων και των επιδοτήσεων.
Η ομάδα στρατηγικής της Goldman Sachs στα εμπορεύματα, δεν υποστηρίζει ότι ο σχηματισμός των φυσικών τιμών στα εμπορεύματα έχει «σπάσει» - με τις τιμές λιανικής να αντικατοπτρίζουν επακριβώς μια άκρως «σφιχτή» φυσική αγορά κατά τους τελευταίους μήνες. Όπως σημειώνει, είναι η μετάβαση προς τα συμβόλαια που επί του παρόντος στρεβλώνεται εξαιτίας της σύγκρουσης Ρωσίας - Ουκρανίας. Πρώτον, η σημαντική αβεβαιότητα που προέκυψε καθώς επιβλήθηκαν κυρώσεις στη Ρωσία αποτέλεσε το εφαλτήριο για την παγίδα αστάθειας που έχει ωθήσει τους επενδυτές εκτός των εμπορευμάτων, δημιουργώντας ένα χάσμα μεταξύ των τιμών των συμβολαίων αργού και του φυσικού αργού, αποτελώντας τον «οδηγό» της τελευταίας πρώτης των τιμών. Δεύτερον, η έλλειψη φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι η κύρια αιτία για το άνευ προηγουμένου χάσμα αξίας μεταξύ των τιμών του φυσικού αργού και των λιανικών τιμών των καυσίμων, καθώς προκαλεί (1) ιστορικά αυξημένα περιθώρια διύλισης, (2) δυναμική στο δολάριο (3) και μια άνευ προηγουμένου δυναμική στην υποκατάσταση του αερίου με το πετρέλαιο για την παραγωγή ενέργειας που θα επιδεινώσει τη «στενότητα» στο ντίζελ.
Έτσι, οι αναθεωρημένες εκτιμήσεις της Goldman Sachs υποδεικνύουν μια συνεχή απογοήτευση στο σκέλος της προσφοράς, με τη ζήτηση να υποστηρίζεται από το συνεχιζόμενο re-opening (εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού) και την αντικατάσταση του φυσικού αερίου με το πετρέλαιο. Αυτό θα αφήσει τις αγορές σε ανοικτά ελλείμματα στις τρέχουσες τιμές spot, κάτι που αποτελεί το «κλειδί» για τη «bullish» οπτική της G.S, καθώς οι αγορές εμπορευμάτων πρέπει να ισορροπήσουν και τα αποθέματα δεν μπορούν να κινηθούν σε μηδενικά επίπεδα. Αυτό απαιτεί «καταστροφή» της ζήτησης πέρα από τη συνεχή οικονομική επιβράδυνση και υψηλές τιμές λιανικής στα καύσιμα ώστε να τερματιστεί το έλλειμμα της αγοράς. «Ακόμη και αν υποθέσουμε προσεκτικά, μια ασθενέστερη οικονομική ανάπτυξη από τους οικονομολόγους μας, αυτό μας κάνει να εκτιμήσουμε ότι οι τιμές του Brent με τις οποίες θα βρεθούν αντιμέτωποι οι καταναλωτές θα χρειαστεί κατά μέσο όρο να κινηθούν στα 150 δολάρια το βαρέλι κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2022 και το 2023», αναφέρει ο Courvalin.
Ενημερώνοντας την εκτίμησή της για το φυσικό αέριο στην ΕΕ, τα περιθώρια διύλισης και το αμερικανικό δολάριο, ο αμερικανικός οίκος αναμένει ότι η διαφορά των τιμών καταναλωτή ισοδύναμου Brent από τις φυσικές τιμές θα ανέλθει κατά μέσο όρο στα 27 δολάρια το βαρέλι κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2022, έναντι των 45 δολαρίων το βαρέλι που παρατηρήθηκε τον Ιούνιο - Ιούλιο και των 15 δολαρίων το βαρέλι που ανέμενε στο παρελθόν κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022.
Με την ανοδική κίνηση της επεξεργασίας του αργού από τα διυλιστήρια, να αποτελεί μια έκπληξη αυτό το καλοκαίρι - ο πρωταρχικός λόγος για τη συμπίεση των περιθωρίων διύλισης πρόσφατα - η G.S αναμένει πως τα περιθώρια διύλισης θα ανέλθουν κατά μέσο όρο στα 10 δολάρια έναντι 14 και 10 δολαρίων το βαρέλι προηγουμένως, για το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και το 2023 (ενσωματώνει υψηλότερες τιμές φυσικού αερίου στην ΕΕ).
Ωστόσο, είναι πολύ πιο δύσκολο να εκτιμηθεί το πως θα εξελιχθεί η έλλειψη συμμετοχής στα συμβόλαια του Brent, οδηγώντας τους στόχους της Goldman Sachs για το Brent στα 125 δολάρια το βαρέλι κατά το τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και το 2023 έναντι 130 και 125 δολαρίων προηγουμένως. Αυτή η έλλειψη συμμετοχής των επενδυτών είναι πιθανό να επιβαρύνει περισσότερο τις βραχυπρόθεσμες τιμές, προκαλώντας τη μεγαλύτερη υποβάθμιση για τους αναλυτές σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις τους για το τρίτο τρίμηνο του έτους, στα 110 δολάρια το βαρέλι έναντι 140 δολαρίων προηγουμένως. Αυτή η αναθεώρηση αντικατοπτρίζει (1) ένα ισοδύναμο της τιμής Brent για τους καταναλωτές στα 140 δολάρια το βαρέλι έναντι 160 δολάρια το βαρέλι προηγουμένως, αντικατοπτρίζοντας μια υψηλότερη προσφορά δια χειρός Ρωσίας και ταχύτερο από τον αναμενόμενο ρυθμό απελευθέρωσης SPR (στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου, όλα αντισταθμίζονται κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους), (2) discount 30 δολάρια το βαρέλι στις τιμές λιανικής του Brent, έναντι 20 δολαρίων το βαρέλι προηγουμένως, αντανακλώντας ένα ισχυρότερο δολάριο και ένα σταθερά, υψηλό φυσικό ασφάλιστρο (έλλειψη συμμετοχής των επενδυτών ενόψει των ακόμη υψηλών ανησυχιών για το πέρασμα σε μια υφεσιακή κατάσταση).