Συνολικά καθαρά κέρδη της τάξεως των 2,3 δισ. ευρώ παρουσίασαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς) κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, σε σύγκριση με τις ζημιές των 4 δισ. ευρώ κατά την ίδια περίοδο του 2021, σύμφωνα με την DBRS.
Η βελτίωση προήλθε από τα υψηλότερα έσοδα, τα χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα και το μειωμένο πιστωτικό κόστος, τα οποία μαρτυρούν τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί σχετικά με την απομείωση του κινδύνου (de-risking) και την αναδιάρθρωση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος τα τελευταία χρόνια σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από την πανδημία του κορονοϊού.
Τα έσοδα διατηρήθηκαν σε ένα καλό επίπεδα παρά τη συνεχιζόμενη πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) εξαιτίας της απομείωσης του κινδύνου, που υποστηρίζονται από τις καθαρές προμήθειες, τις εμπορικές συναλλαγές και άλλες πηγές εσόδων. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, η πιστωτική ζήτηση ανέκαμψε σημαντικά στη βάση του εταιρικού δανεισμού, με τον οίκο αξιολόγησης να αναμένει ότι η ανάπτυξη θα συνεχιστεί στο μέλλον, αν και δυνητικά θα περιοριστεί από τα υψηλότερα επιτόκια. Συνολικά, η αύξηση των επιτοκίων δια χειρός ΕΚΤ τον Ιούλιο, καθώς και οι περαιτέρω αυξήσεις που αναμένονται κατά τους επόμενους μήνες για την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού, αναμένεται να ενισχύσουν τα NII των ελληνικών τραπεζών λόγω του ταχύτερου repricing των περιουσιακών στοιχείων σε σύγκριση με το παθητικό.
Επίσης για το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι προβλέψεις και το κόστος κινδύνου μειώθηκαν σημαντικά, χάρη στην έντονη βελτίωση του προφίλ κινδύνου.
Ενώ, οι έμμεσες αρνητικές επιπτώσεις εξαιτίας της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία ενδέχεται να επιβραδύνουν την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και να αυξήσουν τις πιέσεις στην πιστωτική ποιότητα μεσοπρόθεσμα, η θέση της DBRS είναι πως το κόστος του κινδύνου θα παραμείνει χαμηλότερα από το πολύ υψηλό επίπεδο που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια, αλλά υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο καθώς τα προφίλ κινδύνου των ελληνικών τραπεζών εξακολουθούν να συγκρίνονται δυσμενώς με τα διεθνή πρότυπα.
Ωστόσο, οι μετρήσεις ποιότητας του ενεργητικού συνέχισαν να βελτιώνονται στο πρώτο εξάμηνο του έτους, υποστηριζόμενες από τον αρνητικό σχηματισμό NPEs και τη δημιουργία νέων δανείων που ξεπέρασαν τις προσδοκίες. Αφού επηρεάστηκαν σοβαρά από την επιταχυνόμενη μείωση του κινδύνου το 2020 και το 2021, τα κεφαλαιακά επίπεδα των τραπεζών άρχισαν να ανακάμπτουν το πρώτο εξάμηνο του 2022, με οργανική και ανόργανη στήριξη. Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της προγραμματισμένης διαδικασίας εξυγίανσης να έχει ήδη απορροφηθεί, η DBRS θεωρεί ότι η κεφαλαιακή δομή των ελληνικών τραπεζών θα επωφεληθεί από τη βελτίωση της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων στο μέλλον, χάρη στα υψηλότερα έσοδα στο πλαίσιο των σταδιακά υψηλότερων επιτοκίων και της υγιούς δημιουργίας νέων δανείων, καθώς και του μειωμένου πιστωτικού κόστος (η DBRS σημειώνει πως η αναταξινόμηση της συντριπτικής πλειονότητας των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο αποσβεσμένο κόστος (AC), περιορίζει την ευαισθησία των δεικτών κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών στην άνοδο των spreads).
Ο καναδικός οίκος συνεχίζει, τονίζοντας πως στο πρώτο εξάμηνο του 2022, τα συνολικά έσοδα υπερδιπλασιάστηκαν σε ετήσια βάση, λόγω των καθαρών προμηθειών και άλλων εσόδων, τα οποία, ωστόσο, περιελάμβαναν ένα σημαντικό αρνητικό one-off (εφάπαξ) που σχετίζεται με τιτλοποιήσεις του πρώτου εξαμήνου του 2021. Τα συνολικά έσοδα θα είχαν αυξηθεί κατά 16% σε ετήσια βάση στο πρώτο εξάμηνο του έτους εξαιρουμένου αυτού του one-off, υποστηριζόμενα από τις καθαρές προμήθειες, τις συναλλαγές και άλλα έσοδα. Τα βασικά έσοδα (καθαρά έσοδα από τόκους ή καθαρά έσοδα από τόκους και καθαρές προμήθειες) μειώθηκαν κατά 5% σε ετήσια βάση, καθώς οι υψηλότερες καθαρές προμήθειες δεν αντιστάθμισαν τις πιέσεις που ασκήθηκαν στα NNI.
Η πιστωτική ζήτηση ανέκαμψε αισθητά στον εταιρικό τομέα, επωφελούμενη από τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα, ενώ παραμένει υποτονική στον τομέα του λιανεμπορίου. Η DBRS εκτιμά ότι η ζήτηση δανείων θα μπορούσε να συνεχίσει να αυξάνεται στο μέλλον, τροφοδοτούμενη επίσης από τα κεφάλαια του RRF, ωστόσο η αύξηση των επιτοκίων ενδέχεται να περιορίσει κατά κάποιο τρόπο αυτήν την τάση.
Επιπλέον, οι καθαρές προμήθειες αυξήθηκαν κατά 20% σε ετήσια βάση, υποστηριζόμενες από τις δραστηριότητες πληρωμών, καρτών και δανεισμού, οι οποίες υπεραντιστάθμισαν τον αρνητικό αντίκτυπο στις επενδύσεις και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων λόγω της αυξημένης αστάθειας που συνδέεται με τις γεωπολιτικές εντάσεις. Οι αναλυτές βλέπουν περιθώρια για τις ελληνικές τράπεζες να βελτιώσουν το μείγμα εσόδων από προμήθειες, και αυτό θα εξαρτηθεί από τη δυναμική του franchise τους.
Από την αντίπερα όχθη, το λειτουργικό κόστος μειώθηκε κατά 11% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του έτους, αντανακλώντας τα οφέλη από την πρόσφατη αναδιάρθρωση, ενώ ο μέσος λόγος κόστους προς έσοδα διαμορφώθηκε στο ισχυρό 35%, αν και αυτό περιελάμβανε σημαντικά κέρδη συναλλαγών που δεν αναμένει η DBRS να επαναληφθούν. Κατά την άποψή της, οι επενδύσεις για την υποστήριξη της ψηφιοποίησης και των επιχειρηματικών στρατηγικών, καθώς και οι πληθωριστικές πιέσεις πιθανότατα θα απορροφήσουν σημαντικό μέρος της περαιτέρω εξοικονόμησης κόστους που αναμένεται από τις συνεχιζόμενες δράσεις αποτελεσματικότητας.
Οι τράπεζες αναθεώρησαν προς τα πάνω το guidance για την καθαρή πιστωτική επέκταση το 2022, με την DBRS να εκτιμά είναι ότι η απομείωση του κινδύνου θα πρέπει να συνεχιστεί στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο στο μέλλον, αν και με βραδύτερο ρυθμό, λαμβάνοντας υπόψη την τεράστια πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής. Επιπλέον, αναμένει νέες εισροές NPEs λόγω της επιβράδυνσης που προβλέπεται στο λειτουργικό περιβάλλον ως αποτέλεσμα έμμεσων επιπτώσεων που συνδέονται με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ωστόσο, οι μετρήσεις ποιότητας ενεργητικού θα πρέπει σταδιακά να συγκλίνουν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενσωματώνοντας υψηλότερης και καλύτερης ποιότητας νέα δάνεια.