Ισχυρές πιέσεις και «επιθέσεις» που κλιμακώνονται υπό την πίεση των χειρισμών των κεντρικών τραπεζών, δέχεται ευρύτερα η αγορά ομολόγων και ειδικότερα τα κρατικά ομόλογα του ευρωπαϊκού Νότου.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δείχνει να σπάει εκ νέου σε δύο «στρατόπεδα», με τα διλήμματα να διευρύνονται σε μια περίοδο υψηλής αβεβαιότητας και λήψης κρίσιμων αποφάσεων. Ενδεικτικά είναι τα τελευταία σχόλια πολλών αξιωματούχων και μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ που φανερώνουν πως η στρατηγική εξόδου και αποκλιμάκωσης των έντονων πληθωριστικών πιέσεων θα λάβει μια πιο «επιθετική» τροπή, θέλοντας πιθανώς να μιμηθούν και το «front loading» των αυξήσεων στα επιτόκια από τη Fed. Κάπως έτσι έχει εξελιχθεί σε βασικό σενάριο πλέον μια αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, θέση η οποία έχει περάσει στις αγορές. «Ωστόσο, η εμπειρία από τη πλευρά της Fed, έχει δείξει πως είναι αρκετά δύσκολο να υπάρξει μια αύξηση στα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης και εν συνεχεία μια επιστροφή σε μικρότερες αυξήσεις» όπως επισημαίνει ο Antoine Bouvet ανώτερος αναλυτής στρατηγικής στα επιτόκια της ING.
Ο ίδιο βγαίνοντας λίγο από την ενότητα των αυξήσεων στα επιτόκια, εστιάζει στην ποσοτική «σύσφιξη» (QT) που πρόκειται επίσης να ξεκινήσει φέτος, αν και όχι απαραίτητα τον Σεπτέμβριο. Τα πρακτικά της συνεδρίασης του Ιουλίου εμπεριείχαν ήδη μια πλάγια αναφορά ως προς τη μετέπειτα πορεία και κατεύθυνση του ισολογισμού της ΕΚΤ. Εκτός από τη «μηχανική» μείωση που θα προκαλέσει το repayment των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO), η ΕΚΤ έχει δεσμευτεί να διατηρήσει σταθερό το μέγεθος του χαρτοφυλακίου ομολόγων του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων εξαιτίας της πανδημίας (PEPP) τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Από την άλλη, είναι δυνατή μια χρονικά πιο εμπροσθοβαρή μείωση του όγκου του χαρτοφυλακίου του προγράμματος APP, που ακόμη και αν συμβεί μόνο το 2024, η μείωση του ισολογισμού θα είναι μια ριζική αλλαγή στην πολιτική της ΕΚΤ.
Η προβληματική ωστόσο γύρω από την Ευρωζώνη έγκειται στο ότι ένα συρρικνούμενο χαρτοφυλάκιο ομολόγων θα επιφέρει σημαντικά διαφορετικούς βαθμούς αυστηροποίησης από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που η ΕΚΤ είναι επί του παρόντος καθαρός αγοραστής ιταλικών ομολόγων και καθαρός πωλητής γερμανικών τίτλων. «Μια συνολική μείωση του χαρτοφυλακίου ομολόγων της είναι δυνατή, αλλά πιθανή με διαφορετικές ταχύτητες. Υπό αυτό το πρίσμα, η ΕΚΤ θα πρέπει να κινηθεί αρκετά προσεκτικά εάν θέλει να αποφύγει μια ακόμη μεγαλύτερη διεύρυνση των spreads», όπως τονίζει ο Bouvet.
Φυσικά, όλες αυτές οι κινήσεις αποκρυσταλλώνονται στα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα, με την απόδοση του ελληνικού δεκαετούς τίτλου να έχει «εκτοξευθεί» σε υψηλά 44 μηνών φτάνοντας στο 4,27% (με υψηλό στο 4,659%) από το 0,7446% που ήταν ένα χρόνο πριν και με το spread στις 268,9 μονάδες βάσης. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ευρεία απομάκρυνση των χαρτοφυλακίων από τις αγορές ομολόγων, στη ρηχότητα της εγχώριας αγοράς και στο ότι η Ελλάδα παραμένει χαμηλότερα από το καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας κάτι που συνεπάγεται υψηλότερες πιέσεις σε συνθήκες αυξημένου ρίσκου και μεταβλητότητας στις αγορές.
Συνάμα ακολουθεί και η απόδοση του ιταλικού δεκαετούς, με τα οποία συγκρίνονται τα ελληνικά, (σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας η σύγκριση θα γίνεται με τα ομόλογα της Πορτογαλίας) και που πλέον έχει αναρριχηθεί στο 3,839% από το 0,6921% που βρίσκονταν πριν από ένα χρόνο (το spread στις 232 μονάδες βάσης), ενσωματώνοντας παράλληλα και το πολιτικό ρίσκο ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης (στις 25 Σεπτεμβρίου) και της πιο δεξιάς - έως ακροδεξιάς - αυταρχικής πολιτικής στροφής που επιχειρείται, με κυρίαρχο συναίσθημα την αβεβαιότητα και τον φόβο για το τι επιφυλάσσει η επόμενη ημέρα για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης.
Όπως αναφέρει μιλώντας στο insider.gr ο Antoine Bouvet, «η άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και η διεύρυνση των spreads στις χώρες της Ευρωζώνης είναι δυστυχώς αναμενόμενη. Η ιστορική τάση ήταν τα επιτόκια να αυξάνονται ταχύτερα στις πιο ευάλωτες αγορές ομολόγων όπως είναι η Ελλάδα και πλέον βλέπουμε την ίδια δυναμική να επικρατεί και σε αυτό το σημείο. Η ΕΚΤ έχει ήδη παρέμβει με την επανεπένδυση των λήξεων στο πρόγραμμα PEPP και το νέο της εργαλείο TPI, αλλά νομίζω ότι σε κάποιο βαθμό δεν μπορεί να βοηθήσει περαιτέρω. Σε μια πιο αισιόδοξη οπτική, νομίζω ότι οι αγορές υπερεκτιμούν τον βαθμό των αυξήσεων στα επιτόκια από την ΕΚΤ, επομένως αυτό συνεπάγεται μια ηπιότερη πίεση στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και στα spreads από τη στιγμή που το αντιληφθούν».
Σε αυτό λοιπόν το άκρως ευμετάβλητο και δυσοίωνο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον το οικονομικό επιτελείο φαίνεται να εξετάζει, σύμφωνα με πληροφορίες του insider.gr μια έξοδο στις αγορές με το εκ νέου άνοιγμα μιας παλαιότερης έκδοσης δεκαετούς ομολόγου για την άντληση περίπου 2 δισ. ευρώ, με την κίνηση αυτή να εκτιμάται πως δύναται να υλοποιηθεί χρονικά ακόμη και εντός Σεπτεμβρίου (προς τα τέλη) ή προς τις αρχές με μέσα Οκτωβρίου. Να σημειωθεί πως για φέτος, το ελληνικό δημόσιο έχει αντλήσει 4,5 δισ. ευρώ από τις ομολογιακές εκδόσεις (έκδοση δεκαετούς και επανέκδοση επταετούς), με το μεγαλύτερο βάρος να πέφτει στα έντοκα γραμμάτια.
Στη βάση αυτών, ο Daniel Lenz, αναλυτής της DZ Bank αναφέρει στο insider.gr πως «η πρόσφατη διεύρυνση των spreads οφειλόταν κυρίως στα υψηλότερα yields σε μια ευρεία βάση και στην αυξανόμενη αβεβαιότητα σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές καθώς και στον κίνδυνο έλλειψης φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Δεδομένων των ασθενέστερων αξιολογήσεων της Ελλάδας, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα καθώς και άλλα ομόλογα της περιφέρειας επηρεάστηκαν περισσότερο από την αποστροφή ανάληψης ενός υψηλότερου ρίσκου σε σύγκριση με το βασικό τμήμα των αγορών της Ένωσης». Συνεπώς, σύμφωνα με τον ίδιο, η περαιτέρω διεύρυνση των spreads θα μπορούσε να εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη γενική αντίληψη του ρίσκου. Σε περίπτωση περαιτέρω περιορισμών και έλλειψης φυσικού αερίου και ακολούθως ενός αρνητικού αντίκτυπου στον ευρωπαϊκό βιομηχανικό κλάδο, η αποστροφή κινδύνου θα μπορούσε να συνεχιστεί και να προκαλέσει περαιτέρω αύξηση των ασφαλίστρων (premiums).
«Επιπλέον, καθώς οι καθαρές αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ φτάνουν στο τέλος τους, παρατηρείται ένας αυξανόμενος συνωστισμός στην αγορά κρατικών ομολόγων. Οι ιδιώτες επενδυτές αγοράζουν περισσότερους κρατικούς τίτλους, αλλά απαιτούν ένα αντίστοιχο ασφάλιστρο κινδύνου, τη στιγμή που τα ελληνικά κρατικά ομόλογα προσφέρουν ήδη ένα εύλογο ασφάλιστρο. Συνεπώς η ζήτηση για ένα νέο δεκαετές ομόλογο θα μπορούσε να είναι αρκετά υψηλή», όπως τονίζει ο αναλυτής του γερμανικού οίκου. Ο ίδιος συμπληρώνει παράλληλα πως η Ελλάδα δεν βρίσκεται μεταξύ των χωρών που ενδέχεται να επηρεαστούν περισσότερο σε περίπτωση έλλειψης φυσικού αερίου.
«Ωστόσο, η επιτυχία μιας ομολογιακής έκδοσης εξαρτάται επίσης από το κλίμα που επικρατεί στις αγορές τη στιγμή του «deal». Δεδομένης της υψηλότερης αστάθειας και μεταβλητότητας με την οποία βρίσκονται αντιμέτωπες επί του παρόντος οι αγορές, η επιτυχία οποιασδήποτε δράσης στο σκέλος της πρωτογενούς αγοράς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το timing της συναλλαγής» σημειώνει ο Lenz σχετικά με μια επικείμενη έξοδο στις αγορές.