Παρότι οι ελληνικές μετοχές έχουν προσφέρει σημαντικές αποδόσεις στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια, (όπως και οι μετοχές της Πολωνίας στο πλαίσιο των αναδυόμενων αγορών), ωστόσο οι αναλυτές της J.P. Morgan διατηρούν την «overweight» σύσταση, επισημαίνοντας πως το απόλυτο asset της εγχώριας αγοράς, δηλαδή οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών διαπραγματεύονται ακόμη με συμαντικό discount έναντι των ευρωπαϊκών, έχοντας μάλιστα, υψηλότερους δείκτες απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, ROE.
Ένα ακόμη ισχυρό «χαρτί» του Χρηματιστηρίου είναι η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι της Ευρωζώνης, η διεύρυνση της επενδυτικής βάσης, οι υψηλότερες κεφαλαιοποιήσεις που μπορούν να προσελκύσουν μεγαλύτερα επενδυτικά κεφάλαια, αλλά και η εμπορευσιμότητα και ρευστότητα.
Ο αμερικανικός οίκος διατηρεί στις δέκα κορυφαίες επιλογές του στην περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA) τη μετοχή της Alpha Bank με σύσταση «overweight» - όπως και στην Ελλάδα - με τιμή στόχο στα 2,40 ευρώ πλέον.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, ο στόχος για έναν δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων ROE στο 12% δείχνει αξιόπιστος για δείκτη P/BV στο 0,8x, ενώ η πολυεπίπεδη συμφωνία με τη UniCredit προσθέτει μια ευρύτερη αξία στη συστημική τράπεζα. Από την άλλη, η JP Morgan σημειώνει πως χρειάζεται διεύρυνση και cross - over επενδυτές σε πανευρωπαϊκή βάση για ένα περαιτέρω re - rating.
Ευρύτερα, η J.P. Morgan επισημαίνει πως οι ελληνικές μετοχές - με βάση το δείκτη MSCI Greece - διαπραγματεύονται με δείκτη P/E για το 2024 στο 7,3x και για το 2025 στο 7,5x αντίστοιχα, χαμηλότερα δηλαδή τόσο έναντι των αναδυόμενων (EM), όσο και της ζώνης EMEA. Παράλληλα, το payout φτάνει στο 39%, με τη μερισματική απόδοση να εκτιμάται πως θα προσεγγίσει το 4,6% το 2024 και το 5,1% το 2025. Παράλληλα, το price to book εκτιμάται στο 1,5x για το 2024 και στο 1,2x για το 2025, με ενίσχυση της κερδοφορίας κατά 2,7% και 9,6%, αντίστοιχα για τα δύο έτη.