Αυτές τις ώρες η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει έναν διπλό εφιάλτη σε σχέση με τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Από τη μία πλευρά είναι αντιμέτωπη με τον ίδιο τον πόλεμο και με τις ανησυχίες για την απειλή μίας κλιμάκωσής του, η οποία θα οδηγούσε στο - απευκταίο - σενάριο της ευθείας αντιπαράθεσης μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας. Με το θέατρο των επιχειρήσεων να είναι, δυστυχώς, σε ευρωπαϊκό έδαφος. Και αν μιλάμε βέβαια για συμβατική κατάσταση...
Από την άλλη πλευρά, έχει να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση και τον εφοδιασμό της με ενέργεια από τη Ρωσία. Τη στιγμή που ειδικά σε συγκεκριμένες χώρες, όπως για παράδειγμα είναι η Γερμανία, το πρόβλημα που μπορεί να προκληθεί είναι τόσο έντονο σε περίπτωση διακοπής που μπορεί να διαλύσει την οικονομία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καγκελάριος Σολτς χαρακτήρισε τις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία ως «ουσιαστικής σημασίας». Είναι ουσιαστικά εκείνος που αντιτίθεται στη διεύρυνση των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας και στον ενεργειακό τομέα. Γιατί, χώρες όπως η Γερμανία ή και η Ιταλία σε αυτό το σενάριο θα βρεθούν πραγματικά σε αδιέξοδο. Αλλά και σε όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της δικιάς μας της Ελλάδας, οι επιπτώσεις θα είναι πολύ μεγάλες και θα προστεθούν στο τεράστιο πλήγμα που ήδη προκαλεί η εκτόξευση των ενεργειακών τιμών. Με την ακρίβεια να καλπάζει και τις πιο ενεργοβόρες πτυχές των οικονομιών (επιχειρήσεις κ.λ.π.) να αντιμετωπίζουν οδυνηρά κόστη.
Με δεδομένη λοιπόν αυτή τη σύγκρουση αλλά και... ομηρία της Ευρώπης με τη Ρωσία, έχει ιδιαίτερη σημασία η συζήτηση που διεξάγεται για ποιο εύρος και με τι αποτελεσματικότητα θα αποφασιστεί μία σοβαρή, ουσιαστική και σε βάθος ενίσχυση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν στα νέα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί. Ιδιαίτερα μάλιστα αν τελικά επιχειρηθεί μία σταδιακή απεξάρτηση στον ενεργειακό τομέα από τη Ρωσία, η οποία ασφαλώς θα απαιτήσει και μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά και προφανώς θα έχει πολύ μεγάλο κόστος. Πρέπει να γίνει κατανοητό πως το πρόβλημα είναι υπαρκτό σήμερα. Έτσι, οι λύσεις για το αύριο ή για το μεθαύριο, ακόμα και αν υπάρξουν, δεν μπορούν να ανακουφίσουν τις πληγές που υπάρχουν τώρα στην οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρώπη είναι προ των ευθυνών της. Και ίσως θα πρέπει να έχει έναν ξεκάθαρο ορίζοντα πολιτικής και επιλογών. Να αφήσει ή τουλάχιστον να μην συνεκτιμήσει στις αποφάσεις της με βάση αυτό το καθεστώς της- θα μπορούσε να πει κανείς –«υποκρισίας» στις σχέσεις με τη Ρωσία. Από τη μια οι κυρώσεις και τα τύμπανα ευρύτερου πολέμου και από την άλλη οι οικονομικές συναλλαγές. Όσο δεν ξεκαθαρίζει αυτός ο ορίζοντας, τόσο πιο δύσκολο είναι να χαραχτεί πολιτική σοβαρής πρόληψης και αντιμετώπισης.