Κάποια πρώτα δείγματα γραφής πλέον τα οποία δείχνουν μία αλλαγή στάσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση - τόσο στο δημοσιονομικό πεδίο όσο και στο αναπτυξιακό - διαφαίνονται μέσα από τα κείμενα που επικυρώθηκαν στις συνεδριάσεις του Εurogroup και του Ecofin. Πρώτον - και ίσως το κυριότερο για την Ελλάδα - στις συστάσεις για την πολιτική της Ευρωζώνης το 2024 υπάρχει μία αλλαγή της... τελευταίας στιγμής στην αναφορά για το Ταμείο Ανάκαμψης. Διέγραψαν τη λέξη «επιτάχυνση» από τη σύσταση προς τα κράτη για το 2024 και την αντικατέστησαν από την ανάγκη να «συνεχή, ταχεία και αποτελεσματική υλοποίηση». Με διευκρίνιση μάλιστα από πλευράς Συμβουλίου (στο σχετικό συνοδευτικό έγγραφο) ότι «το συμφωνηθέν κείμενο αποφεύγει τις αναφορές στην επιτάχυνση της εφαρμογής, καθώς το Συμβούλιο εξακολουθεί να αμφιβάλλει για το κατά πόσο είναι εφικτή η περαιτέρω επιτάχυνση της εφαρμογής» του Ταμείου Ανάκαμψης (που λήγει σημειωτέον το 2026 και μετά τα λεφτά... χάνονται).
Κάποιες πηγές από τις Βρυξέλλες δίνουν ήδη μία πρώτη ερμηνεία. Η αλλαγή, λένε, είναι ένα πρώτο γραπτό στοιχείο για το άτυπο αίτημα που υπάρχει (όχι μόνο από κράτη του Νότου όπως η Ελλάδα, αλλά και από τη Γαλλία και από άλλες χώρες), για παράταση του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να δαπανηθούν πλήρως τα κονδύλια (36 δις επιδοτήσεων και δανείων για την Ελλάδα). Το τι θα γίνει θα το δούμε, γιατί υπάρχουν και τα κράτη που ανήκουν στο Γερμανικό άξονα και προτιμούν τα λεφτά να μείνουν σε «κουμπαρά» για άλλες ανάγκες ή να... «ακυρωθούν», στο βωμό του περιορισμού του «ανοίγματος» της ΕΕ σε δανεισμό.
Μία δεύτερη διόρθωση στις συστάσεις των Βρυξελλών, αφορά στο δημοσιονομικό πεδίο. Λειάνθηκε λοιπόν η φράση περί αναγκαιότητας της σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής γιατί - όπως αναφέρεται - είναι σημαντική για τον περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων αλλά όχι πλέον πρωταρχικός παράγοντας. «Το Συμβούλιο αναγνωρίζει τη σημασία της αποφυγής τροφοδότησης πληθωριστικών πιέσεων μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά θεωρεί μικρότερο το ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής στην αντιμετώπιση των διαφορών στον πληθωρισμό (ανάμεσα στα κράτη μέλη), ενώ άλλες, διαρθρωτικές, πολιτικές διαδραματίζουν πιο κρίσιμο ρόλο» αναφέρεται για να εξηγηθεί η απόφαση να μην υπάρχει αναφορά περί επίτευξης του κριτηρίου δαπανών, αλλά μόνο γενικά των δημοσιονομικών στόχων.
Βέβαια για την Ελλάδα του υψηλού χρέους και της υποχρέωσης για -εξ ίσου- υψηλά πλεονάσματα, τούτο δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία. Άλλωστε νωρίς (από το 2023) η Ελλάδα έσπευσε να περιορίσει το δημοσιονομικό αποτύπωμα των μέτρων στήριξης από την ενεργειακή κρίση. Τούτο επίσης αποδεικνύεται από έγγραφο που παρουσιάστηκε στο Eurogroup και καταγράφει την Ελλάδα ως το κράτος που πήρε τα πιο πλουσιοπάροχα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης από την ενεργειακή κρίση το 2022 (στο 2,64% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 1,22% στην ΕΕ), αλλά και τα πιο συντηρητικά (μόλις το 0,01% του ΑΕΠ, έναντι 0,98% στην ΕΕ) το 2023. Βεβαίως τούτο οφείλεται στην επιτυχή κυβερνητική διαχείριση του κόστους στήριξης στο ρεύμα (από τα «υπερέσοδα» και όχι από τα κρατικά ταμεία), ενώ τώρα η στήριξη συνεχίζεται μέσα από τα (επίσης επιτυχημένα προς το παρόν για τη τσέπη του καταναλωτή) πολύχρωμα τιμολόγια.
Ανεξάρτητα βέβαια με τα πορίσματα των Βρυξελλών, η αλήθεια παραμένει ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα ευάλωτη ενεργειακά, με υψηλές ακόμα πληθωριστικές πιέσεις οι οποίες μάλιστα γίνονται δυσανάλογα αντιληπτές από τον καταναλωτή λόγω των χαμηλών εισοδημάτων σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με άλλα λόγια, η όποια αλλαγή στάσης κυοφορείται και έχει σχέση με το πλήγμα που δέχονται οι μεγάλες οικονομίες της ΕΕ (και οι βιομηχανίες τους) ίσως δώσει κάποια ανάσα στην Ελλάδα εξ αντανακλάσεως αλλά δεν λύνει τα προβλήματα. Ειδικά όσο τα διεθνή μέτωπα παραμένουν ενεργά.
Άλλωστε, τα ίδια στοιχεία που παρουσιάστηκαν στις Συνόδους δείχνουν ευαλωτότητες. Για παράδειγμα η άνοδος του ενεργειακού κόστους στο peak της κρίσης οδήγησε και την Ελλάδα σε πολύ μεγάλη διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος η οποία ( όπως αναφέρεται στο ίδιο έγγραφο Developments of energy prices in the euro area and policy responses) συσχετίζεται και με τις πιέσεις που δεχθήκαμε – εγχωρίως - στις τιμές καταναλωτή (αφού κυρίως εισάγουμε). Ο λόγος για πιέσεις που περιορίστηκαν με την μερική αποκλιμάκωση των ενεργειακών, αλλά δεν έχουν κοπάσει, αφού νέα κύματα ανατιμήσεων προαναγγέλλονται από την αγορά. Δεν κάνει λοιπόν κακό να ελπίζουμε σε «έξωθεν» βοήθεια, αλλά ας κάνουμε το καλύτερο με αυτά που έχουμε στα χέρια μας. Με το άφθονο κοινοτικό χρήμα και την ευκαιρία για μεταρρυθμίσεις που μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα στην αγορά.