Η άρση των ελέγχων στα σύνορα της Βουλγαρίας με τους Ευρωπαίους γείτονές της, σαν αποτέλεσμα της ένταξης της χώρας στη συνθήκη Σένγκεν, αλλά και η κατάρρευση των επενδύσεων στην αγροτική παραγωγή τα τελευταία χρόνια κατά 50% (!), προκάλεσε σημαντική αύξηση των εισαγόμενων ποσοτήτων φρέσκων φρούτων και λαχανικών. Η αραιοκατοικημένη και γηράσκουσα γείτονος χώρα προτιμάει μεν, τα ντόπια φρέσκα προϊόντα, αλλά παράλληλα, δίνει premium τιμές στα γευστικά και μοντέρνα εισαγόμενα.
Έτσι, το πρώτο τρίμηνο του έτους οι εισαγωγές τομάτας από την Ελλάδα, αυξήθηκαν από 8,5 εκατ. ευρώ σε 9,75 εκατ. ευρώ, που ισοδυναμεί με άλμα 15,3%. Δεδομένου ότι η τομάτα το χειμώνα δεν θεωρείται εποχιακό προϊόν, η εξέλιξη αυτή δείχνει την συντελούμενη αλλαγή στα καταναλωτικά και διατροφικά πρότυπα της Βουλγαρίας. Αντίστοιχη αύξηση και στα ακτινίδια, όπου η εισαγόμενη από την Ελλάδα ποσότητα αυξήθηκε κατά 14% το πρώτο τρίμηνο.
Η βουλγαρική παραγωγή αγροτικών προϊόντων, αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα με σημαντικότερα αυτά της έλλειψης αποθηκευτικών και κυρίως ψυκτικών χώρων, αλλά και την συνεχή μείωση του αγροτικού της πληθυσμού. Οι τοπικές αρχές, έχουν χαρακτηρίσει ήδη από το 2019 την κατάσταση αυτή μη αποδεκτή, κι έχουν προτείνει μέτρα αντιστροφής της, στα όρια όμως του κοινοτικού κεκτημένου.
Ήδη, από το 2020, είχαν εισηγηθεί την αναγκαστική πώληση από τα βουλγαρικά σούπερ μάρκετ τουλάχιστον 50% των πωλήσεων τους να προέρχονται από ντόπια προϊόντα. Την πρόταση αυτή προσπαθούν να επαναφέρουν και πάλι, μετά την εκτίναξη των εισαγωγών λόγω ένταξης της χώρας στην Σένγκεν. Προφανώς, η είδηση έχει ανησυχήσει τους Έλληνες εξαγωγείς, οι οποίοι μέσω του δραστήριου Συνδέσμου τους Incofruit, ζητούν την παρέμβαση της Κυβέρνησης, ώστε να αποτραπεί τυχόν ψήφιση του προτεινόμενου νομοσχεδίου.
Στον τομέα των φρέσκων φρούτων και λαχανικών, η Βουλγαρία αποτελεί τον δεύτερο σημαντικό εμπορικό εταίρο μας μετά την Ρουμανία, εισάγοντας το 2024 σχεδόν 300.000 τόνους προϊόντων αξίας 181 εκατ. ευρώ ή το 11% του συνόλου των αντίστοιχων εξαγωγών μας.