Το υπουργείο Οικονομίας χαράζει – όπως υποχρεούται – τον πολυετή προϋπολογισμό με όσα γνωρίζει. Δηλαδή με γνώμονα πως στο τέλος του 2026 θα τελειώσει το Ταμείο Ανάκαμψης. Έτσι υπολογίζει πως στα 3 χρόνια αυτά που απομένουν θα πρέπει να δαπανηθούν 15,5 δισ. ευρώ επιδοτήσεων της ΕΕ. Το πιο σημαντικό/απαιτητικό είναι πως η δαπάνη αυτή δεν κατανέμεται ομοιόμορφα στα έτη. Η προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί θα αυξάνεται με πολύ απαιτητικό ρυθμό: από 2,1 δισ. το 2023, σε 3.6 δισ. ευρώ φέτος, 5,17 δισ. ευρώ το 2025 και 6,7 δισ. ευρώ το 2026. Όλα αυτά τα λεφτά πρέπει να δαπανηθούν παράλληλα με τις επιδοτήσεις που έρχονται από τις Βρυξέλλες μέσα από το ΕΣΠΑ και τα άλλα σχήματα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (8,55 δισ. φέτος και 8.35 δισ. την προσεχή διετία).
Τα λεφτά της ΕΕ που πρέπει να δαπανήσει η ελληνική κρατική μηχανή μοιράζοντάς τα στην αγορά είναι πολλά: συνολικά στα 12,17 δισ. ευρώ φέτος, στα 13,5 δισ. το 2025 και στα 15,1 δισ. το 2026! Ναι, πρόκειται για έναν άθλο ακόμη και αν υπάρξει κάποιου είδους παράταση για ένα ή δύο χρόνια μετά για κάποια έργα που είναι κοντά στην ολοκλήρωση.
Είναι μεν δύσκολο, αλλά είναι και εντελώς αναγκαίο αυτά τα κονδύλια να αξιοποιηθούν πλήρως γιατί μετά – πάντα με βάση όσα γνωρίζουμε – θα «μείνουμε» με τα 8,5 δισ. ευρώ του ΠΔΕ και δίχως μεγάλα περιθώρια για εθνική χρηματοδότηση των αναγκαίων δράσεων αναπτυξιακού και όχι μόνο χαρακτήρα. Στο ερώτημα λοιπόν αν γίνεται να υπάρχει ανάπτυξη χωρίς όλον αυτόν τον πακτωλό κοινοτικών κονδυλίων η απάντηση είναι πως πρέπει να υπάρχει και τούτο απαιτεί και άλλες κινήσεις θωράκισης, πέραν όσων έχουν ήδη γίνει ή δρομολογούνται.
Δύο ακόμη σημεία που δείχνουν τις ανάγκες της χώρας. Το πρώτο σημείο προκύπτει από το ίδιο κείμενο του Μεσοπροθέσμου Προϋπολογισμού: το 2028 θα έχουμε κατά 3,6 δις ευρώ χαμηλότερες δαπάνες (λόγω ολοκλήρωσης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης), αλλά και κατά 1 δις ευρώ μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες. Συνολικά οι δαπάνες μας θα είναι κατά 2 δις ευρώ χαμηλότερες από ότι φέτος, παρά το υψηλότερο ΑΕΠ. Σφικτά δηλαδή τα πράγματα….
Το δεύτερο σημείο αφορά στις επενδύσεις. Το επενδυτικό κενό που προκάλεσε η μνημονιακή κρίση έχει μεν καλυφθεί σημαντικά, αλλά προφανώς δεν έχει κλείσει. H ΤτΕ για 2023 υπολόγισε τις ροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων σε 5,56 δις το 2021, σε 7,53 δις το 2022 και σε 4,48 δις ευρώ πέρυσι.
Έχουν σημασία λοιπόν όχι μόνο τα χρήματα των Βρυξελλών (ως δαπάνη προς τον ιδιωτικό τομέα), αλλά και οι μεταρρυθμίσεις που θα τονώσουν την «θελκτικότητα» της χώρας και οι στρατηγικές κινήσεις που γίνονται (όπως η αποστολή που λαμβάνει χώρα στην Ινδία) που θα αυξήσουν την ροή κεφαλαίων και εισοδημάτων προς τη χώρα μας.