Από τα συνοδευτικά κείμενα των συστάσεων της Kομισιόν προς την Ελλάδα, ξεχωρίζουμε το θέμα της ανταγωνιστικότητας που όπως αναφέρεται «έχει αρχίσει να βελτιώνεται, υποστηριζόμενη από την ισχυρή δυναμική των μεταρρυθμίσεων». Ωστόσο, όπως τονίζεται, υπάρχουν ακόμη 3 βασικές προκλήσεις που απαριθμούνται:
- Το επιχειρηματικό περιβάλλον περιορίζεται από το σχετικά βαρύ και συχνά μεταβαλλόμενο κανονιστικό και διοικητικό πλαίσιο που στερείται διαφάνειας και ένα νομικό σύστημα που δεν θεωρείται αρκετά αποτελεσματικό και προστατευτικό των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
- Οι κανονιστικοί φραγμοί, η παραοικονομία και η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ειδικά για τις ΜΜΕ, εξακολουθούν να παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό, τις ιδιωτικές επενδύσεις και την αύξηση της παραγωγικότητας.
- Οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων, οι χαμηλές επιδόσεις της εκπαίδευσης αναφορικά με τις βασικές δεξιότητες και η έλλειψη κατάλληλων κινήτρων εξακολουθούν να αποθαρρύνουν τους ανθρώπους από την αναζήτηση εργασίας και να περιορίζουν την καινοτομία.
Από τις παραπάνω 3 προκλήσεις, θα σταθούμε περισσότερο στην τελευταία, στην παιδεία. Και τούτο γιατί «ανεβαίνει» στον ευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο το τελευταίο διάστημα αλλά και γιατί έχει την πιο μεγάλη σημασία: ετοιμάζει την επόμενη γενιά. Δηλαδή, είναι άλλο να πρέπει να γίνουν τομές που θα βελτιώσουν τον ανταγωνισμό ή θα πατάξουν την παραοικονομία που μπορεί (αν γίνουν σωστά) να αποδώσουν σε 1 ή 3 χρόνια και άλλο να προετοιμάσεις ένα ολόκληρο εκπαιδευτικό σύστημα, περιμένοντας τουλάχιστοn μία γενιά για να δεις απτά αποτελέσματα (αν τα καταφέρεις και αν δεν αλλάξει στο μεσοδιάστημα και πάλι η πολιτική). Αφήστε που η παιδεία δεν έχει απλά σχέση με την ανταγωνιστικότητα και με την οικονομία, είναι το βασικό μέλημα κάθε οικογένειας: αφορά στα παιδιά και στην ανάγκη να μπορούν να επιβιώσουν και να προχωρήσουν στη ζωή.
Τι λέει, λοιπόν, η Κομισιόν; Εξηγεί πως, καθώς οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού αυξάνονται στην Ελλάδα, απαιτούνται πιο στοχευμένες και εντατικές δράσεις κατάρτισης αλλά και μεγάλη έμφαση στη παιδεία που είναι ο μεγάλος «ασθενής».
Όπως αναφέρει, η συμμετοχή στην προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα, η οποία έχει διαπιστωθεί ότι επηρεάζει θετικά τα μεταγενέστερα εκπαιδευτικά αποτελέσματα, είναι στην Ελλάδα η χαμηλότερη στην ΕΕ.
Οι επιδόσεις των 15χρονων μαθητών στα μαθηματικά, στην ανάγνωση και στις θετικές επιστήμες επιδεινώνονται από το 2012 και είναι από τις χειρότερες στην ΕΕ, σύμφωνα με την έρευνα του ΟΟΣΑ (PISA). Το 47,2% των Ελλήνων 15χρονων είχαν δυσκολίες στην ερμηνεία και στην αναγνώριση του τρόπου με τον οποίο μια απλή κατάσταση μπορεί να αναπαρασταθεί μαθηματικά (έναντι του 29,5% στην ΕΕ). Το 37,6% δεν μπόρεσε να προσδιορίσει την κύρια ιδέα σε ένα κείμενο μέτριας έκτασης (έναντι 26,2% μέσου όρου). Το 37,3% δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη σωστή εξήγηση για γνωστά επιστημονικά φαινόμενα και να συναγάγει συμπεράσματα βασισμένα σε στοιχεία (έναντι 24,2% στην ΕΕ). Η εν λόγω αδυναμία εντάθηκε τα τελευταία χρόνια. Στον αντίποδα, μόνο το 2% των νέων Ελλήνων επέδειξαν προχωρημένες δεξιότητες στα μαθηματικά (7,9% στην ΕΕ), το 2% στην ανάγνωση (6,5% στην ΕΕ) και το 1,5% στις επιστήμες (6,9% στην ΕΕ).
Οι χαμηλές αυτές επιδόσεις σε βασικές δεξιότητες «έχει συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή της χώρας». Έχει, μάλιστα, ενδιαφέρον πως ακόμη και στο 1/4 των πιο εύπορων 15χρονων, οι επιδόσεις είναι πολύ κακές (έχει πρόβλημα κατανόησης το 26,7% έναντι 10,9% στην ΕΕ) και επίσης το πρόβλημα έχει αυξηθεί σημαντικά και στην εισοδηματική «ελίτ» των νέων (κάτι που, δηλαδή, ίσως αγγίζει και την ιδιωτική παιδεία). Αλλά, σίγουρα, οι πλούσιοι τα πάνε καλύτερα από τους πιο φτωχούς μαθητές αφού το 64% των πιο φτωχών (1/4ο με το πιο χαμηλό εισόδημα) δεν πέτυχαν ένα ελάχιστο επίπεδο επάρκειας στα μαθηματικά (και ανάμεσά τους μπορεί να είναι μυαλά που δεν αξιοποιούνται όπως θα έπρεπε).
Και όταν μεγαλώσουν, τι νέες ευκαιρίες θα έχουν για να αυξήσουν το γνωστικό τους επίπεδο; Οι ευκαιρίες δεν είναι πολλές εκτός της τριτοβάθμιας: η συμμετοχή στην εκπαίδευση ενηλίκων φτάνει στο 5,1% το 2022 στην Ελλάδα, έναντι 39,5% στην ΕΕ.
Τι συστήνεται, λοιπόν, από την ΕΕ: το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αναφέρεται, θα μπορούσε να επωφεληθεί από μια περαιτέρω μετατόπιση από μεθόδους διδασκαλίας και μάθησης που βασίζονται αποκλειστικά στη γνώση (πχ παπαγαλία;) σε εκείνες που βασίζονται σε ικανότητες, καθώς και από μια μεγαλύτερη εστίαση στις επιχειρηματικές και σε άλλες δεξιότητες. Συστήνεται επίσης, η περαιτέρω τη συμμετοχή στην ποιοτική προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα, διευρύνοντας τις αξιολογήσεις των εκπαιδευτικών και κάνοντας τα σχολεία πιο αυτόνομα.
Άρα, συστήνονται δομικές αλλαγές από την ηλικία των 3 ετών σε ένα σύστημα που έχει διαχρονικά προβλήματα. Ο λόγος για αλλαγές που αν δομηθούν και εφαρμοσθούν, μπορεί να έχουν ένα καλό αποτέλεσμα για τους μελλοντικούς 15χρονους και 18χρονους.
Το «καλό» είναι πως πλέον αυτές οι συστάσεις έχουν την μορφή των «εντολών» από την ΕΕ. Για να δούμε, λοιπόν, πότε και σε ποιο βαθμό θα γίνουν, αλλά και τι αποτέλεσμα θα έχουν, γιατί τα στοιχεία της ΕΕ δείχνουν πως όσο περνά ο καιρός, η κατάσταση στην παιδεία επιδεινώνεται. Να δούμε, βεβαίως και πώς θα στηριχθούν οι υφιστάμενες «γενιές» που βγαίνουν σήμερα στην αγορά με προφανείς ελλείψεις και ανάγκες για επανεκπαίδευση/κατάρτιση.