«Αυτή τη στιγμή, ενδιαφέρον για τα κόκκινα δάνεια έχουν δείξει hedge funds υψηλού κινδύνου από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία. Ωστόσο, δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα Ευρωπαίοι ενδιαφερόμενοι».
Η φράση αυτή του Μιχάλη Σάλλα παρουσιάζει ανάγλυφα το μεγάλο πρόβλημα που προκύπτει για τις ελληνικές τράπεζες και όχι μόνο.
Από τη μία, πιέζονται έντονα να πουλήσουν «κόκκινα δάνεια» σε funds, προκειμένου να τα διαγράψουν από τους ισολογισμούς τους. Και όντως, υπάρχει μια λογική σε αυτή την κίνηση, καθώς –αν δεν απαλλαγούν από τα βαρίδια του παρελθόντος- δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουν νέα αρχή.
Από την άλλη, σε αυτή τη διαδικασία υπάρχουν δύο βασικές μεταβλητές: η τιμή πώλησης των δανείων αλλά και το προφίλ του αγοραστή. Στην τρέχουσα συγκυρία, με την αξιολόγηση ακόμη ανοικτή και την οικονομία σε καθεστώς πλήρους αβεβαιότητας, το τίμημα που θα εισπράξουν οι τράπεζες θα είναι συμβολικό. Και σίγουρα, πολύ χαμηλότερο σε σχέση με τις εγγυήσεις που συνοδεύουν τα δάνεια αυτά, ακόμα και αν αυτές υπολογιστούν με τα συγκεκριμένα δεδομένα της αγοράς.
Άρα, προφανώς συμφέρει της τράπεζες και τους μετόχους τους, μεταξύ των οποίων και το ελληνικό δημόσιο οι πωλήσεις να κλείσουν με την οικονομία σε καλύτερη κατάσταση, ήτοι μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Το πιο σημαντικό όμως είναι σε ποια χέρια θα καταλήξουν εν τέλει τα δάνεια αυτά. Είναι εντελώς διαφορετικό να αγοραστούν από κάποια funds μεσομακροπρόθεσμου ορίζοντα, τα οποία θα επενδύσουν στις επιχειρήσεις και θα τις εξυγειάνουν ή ενδεχομένως θα ανακαινίσουν τα ακίνητα που τα συνοδεύουν με σκοπό να αποκομίσουν σταθερά κέρδη.
Και εντελώς διαφορετικό να καταλήξουν στα χέρια «αρπακτικών» που θα τα αγοράσουν έναντι πινακίου φακής και θα μεταπωλήσουν μόνο τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν κάποια αξία, αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα στην τύχη τους.
Δυστυχώς, η ομολογία Σάλλα δείχνει ότι αυτή τη στιγμή το ενδιαφέρον ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Γεγονός που δικαιολογεί την απροθυμία των τραπεζών αλλά και τις κυβέρνησης να υποκύψουν στις πιέσεις των Θεσμών.