Η πρόταση του Προέδρου της Γαλλίας για έναν νέο, ιδιαίτερο προϋπολογισμό της ευρωζώνης που έγινε ήδη αποδεκτή από τη Γερμανία και συζητήθηκε στο Eurogroup της Δευτέρας φαίνεται πως προχωρεί προς την ολοκλήρωση και υλοποίησή της. Στην πορεία βέβαια έχει ήδη συρρικνωθεί, από τον αρχικό σχεδιασμό ενός υψηλού διψήφιου αριθμού δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως σε περίπου 0,2% του ΑΕΠ της ευρωζώνης (δηλ. 20-25 δις), προκειμένου να ξεπεραστούν οι αρχικές γερμανικές αντιρρήσεις. Απομένει να συμφωνηθεί η ακριβής στοχοθεσία, στο ευρύτερο πλαίσιο της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ασθενέστερων οικονομιών και κλάδων και συνακόλουθα της σύγκλισης των επιδόσεων, αλλά μπορεί από τώρα να προεξοφλήσει κανείς ότι οι κυρίως ωφελούμενες θα είναι οι μεσογειακές χώρες.
Από τη δική μας οπτική γωνία η εφαρμογή αυτού του σχεδίου μπορεί να συνεπάγεται μια σημαντική αναπτυξιακή ώθηση για την ελληνική οικονομία, μέσω της εισροής νέων πόρων και της χρηματοδότησης πολιτικών με μακροπρόθεσμη ευρύτερη προστιθέμενη αξία. Η ώθηση αυτή είναι απολύτως αναγκαία, αν θέλουμε να ελπίζουμε στην μείωση του λόγου δημοσίου χρέους/ΑΕΠ, στην ανάκτηση της πιστοληπτικής ικανότητας του κράτους και τελικά στην είσοδο της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας σε τροχιά βιωσιμότητας (την οποία δεν έχουμε καν πλησιάσει, παρά τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς για το τυπικό τέλος των μνημονίων). Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα (μαζί με την Ιταλία) είναι η χώρα που έχει αποτύχει μέχρι στιγμής να αξιοποιήσει τη συμμετοχή της στο ενιαίο νόμισμα, αφού το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε σταθερές τιμές βρίσκεται σήμερα περίπου στα ίδια επίπεδα με εκείνα του έτους... 1999(!), ενώ π.χ. το γερμανικό ανέβηκε κατά 27% και το αυστριακό κατά 33%, διευρύνοντας τις υφιστάμενες ανισότητες.
Ο κοινός προϋπολογισμός της Ευρωζώνης είναι όμως αναγκαίος και από την ευρωπαϊκή οπτική γωνία. Η διευκόλυνση των συναλλαγών και η ενίσχυση του ενιαίου χαρακτήρα της ευρωπαϊκής αγοράς, την οποία έφερε το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, ωφέλησε κυρίως όσους είχαν να προσφέρουν προϊόντα έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας σε μεγάλη κλίμακα. Και τούτο διότι εκείνοι μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τις νέες δυνατότητες αυτής της μεγαλύτερης αγοράς για να κατανείμουν το υψηλό κόστος της έρευνας και ανάπτυξης σε μεγαλύτερη μάζα προϊόντων, μειώνοντάς το κατά μονάδα προϊόντος. Όσες μάλιστα από αυτές τις επιχειρήσεις βρίσκονται σε κεντρική γεωγραφική θέση μέσα στην ευρωζώνη (π.χ. νότια Γερμανία) απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερο πλεονέκτημα, αφού μπορούν να προμηθεύουν τους καταναλωτές με τη μικρότερη επιβάρυνση στα μεταφορικά έξοδα. Έτσι οι εθνικές οικονομίες όπου κυριαρχούν τέτοιου είδους επιχειρήσεις βελτίωσαν με ταχείς ρυθμούς την ανταγωνιστικότητά τους.
Αντίθετα, χώρες στην περιφέρεια της ευρωζώνης όπου το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων είναι μικρό και η παραγωγή τους επικεντρώνεται σε προϊόντα και υπηρεσίες με μικρότερο περιθώριο τεχνολογικής καινοτομίας (π.χ. αγροτικά προϊόντα και υπηρεσίες διαμονής και εστίασης σε αντιδιαστολή προς τα βιομηχανικά προϊόντα προηγμένης τεχνολογίας, όπως αεροπλάνα, αυτοκίνητα κλπ.) περιέρχονται σχεδόν αυτόματα σε μειονεκτική θέση. Ως μόνη διέξοδός τους απομένει η συγκράτηση ή μείωση του μισθολογικού κόστους, με αποτέλεσμα η συγκριτική υστέρησή τους στο κατά κεφαλή εισόδημα να επιδεινώνεται ολοένα και χειρότερα, όπως παρατηρεί η έγκυρη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt (19.11.2018, σ. 12). Συνεπώς ένας κοινός προϋπολογισμός της Ευρωζώνης, ο οποίος θα λειτουργήσει ως αντισταθμιστικός μηχανισμός αποτελεί όχι μόνο στοιχειώδη απαίτηση δικαιοσύνης, αλλά και προϋπόθεση για την ισορροπία του όλου οικοδομήματος του ενιαίου νομίσματος. Οι κυβερνήσεις πρέπει να βρουν το πολιτικό θάρρος για να το υλοποιήσουν το συντομότερο δυνατό.