Τα διαγνωστικά τεστ αντιγόνου, τα οποία χρησιμοποιούνται μαζικά σε σχολεία, εταιρείες και μπροστά από καταστήματα, δεν μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο τον κορονοϊό σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς.
«Τα γρήγορα διαγνωστικά τεστ σίγουρα δεν θα μας οδηγήσουν εκτός πανδημίας. Επομένως, δεν πρέπει να νοούνται ως το κλειδί για περισσότερη ελευθερία», δήλωσε ο Τόρστεν Λερ ερευνητής μοντέλων διάδοσης του κορονοϊού στο Πανεπιστήμιο του Ζάαρλαντ, στο «Spiegel».
Επίσης, ο λοιμωξιολόγος Όλιβερ Κέπλερ του Πανεπιστημίου του Μονάχου δεν πιστεύει ότι με τα μαζικά τεστ αντιγόνου μπορεί να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η πανδημία του κορονοϊού. μια τέτοια άποψη είναι παράλογη και σε καμία περίπτωση δεν βασίζεται σε στοιχεία. Αυτά τα τεστ υπερπροβάλλονται με περισσή ρητορική ελπίδας, υπάρχει όμως ένα βαθύ χάσμα μεταξύ επιθυμίας και πραγματικότητας», δήλωσε στο Spiegel.
Σύμφωνα με μια μελέτη της ανεξάρτητης Cochrane Collaboration, τα γρήγορα διαγνωστικά τεστ αντιγόνων ανιχνεύουν κατά μέσο όρο μόλις το 58% των μολυσμένων ασυμπτωματικών ατόμων. Στα παιδιά, τα μειονεκτήματα των τεστ είναι ακόμη πιο εμφανή.
Περίπου τα τρία τέταρτα των μολυσμένων μαθητών ηλικίας έως 14 ετών δεν εντοπίσθηκαν από τα γρήγορα διαγνωστικά τεστ που γίνονταν δύο φορές την εβδομάδα στην Αυστρία. Αυτή είναι η εκτίμηση του τρίτου γύρου έρευνας η οποία διεξήχθη σε σχολεία της χώρας, όπως είπε στο «Spiegel» πριν από δύο εβδομάδες ο Μίχαελ Βάγκνερ, μικροβιολόγος του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Ο Βάγκνερ εκτιμά ότι «περίπου το 40% από αυτά τα παιδιά έχουν μολυνθεί από τον κορονοϊό».
«Η επιστήμη πληροφόρησε τους υπεύθυνους λήψης πολιτικών αποφάσεων σχετικά με τα προβληματικά στοιχεία, αλλά όπως φαίνεται από κάποιο σημείο και μετά δεν ήθελε κανείς μας ακούσει», τόνισε ο Κέπλερ στο γερμανικό περιοδικό.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ