Το 2022 αποτέλεσε μια χρονιά περιορισμένων επενδύσεων στον τομέα της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων αλλά όπως φαίνεται παρά το γεγονός ότι οι εταιρείες κινήθηκαν με μικρότερους προϋπολογισμούς και λιγότερες σε αριθμό εξορύξεις, τα κοιτάσματα που ανακαλύφθηκαν οδήγησαν σε ικανοποιητικούς όγκους υψηλής αξίας. Στην πρώτη γραμμή βρίσκονται πλέον οι έρευνες σε μεγάλα βάθη με τις μεγάλες πετρελαϊκές να διαθέτουν πλέον την εμπειρία αλλά και την τεχνογνωσία να αναλάβουν τέτοιου είδους project. Φυσικά, ώθηση στην αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για έρευνες έδωσαν οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου οι οποίες ανέκαθεν λειτουργούσαν ως τονωτική ένεση για επενδύσεις στο upstream και η ενίσχυση της ζήτησης ύστερα από δύο χρόνια lockdown, με την Κίνα φυσικά να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο.
Αφήνοντας πίσω μια καλή χρονιά για το upstream
Όταν η ενεργειακή κρίση έφτασε στο έκανε αισθητή την παρουσία της πριν από δύο χρόνια, οι υπερχρεωμένες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου άλλαξαν άρδην στρατηγική υιοθετώντας μια αυστηρότερη πειθαρχία στους προϋπολογισμούς τους, περικόπτοντας τα ακριβά προγράμματα γεωτρήσεων ενώ υπόσχονταν να επιστρέψουν περισσότερα μετρητά στους μετόχους με τη μορφή μερισμάτων και εξαγορών.
Ωστόσο, μετά από χρόνια «ψαλιδισμένων» δαπανών εξερεύνησης, οι εταιρείες πετρελαίου αποφάσισαν να ανοίξουν τις στρόφιγγες το 2022. Έρευνα της WoodMac υποστηρίζει ότι ενώ ο αριθμός των υπό εξερεύνηση πηγαδιών το 2022 ήταν μειωμένος κάτω από το μισό σε σχέση με τα χρόνια πριν από την πανδημία, οι όγκοι που ανακαλύφθηκαν ήταν ικανοποιητικοί και είχαν μεγαλύτερη αξία. Ο συνολικός όγκος των 20 δισεκατομμυρίων βαρελιών ισοδύναμου πετρελαίου ήταν συγκρίσιμος με τον μέσο όρο της περιόδου 2013 2019, δημιουργώντας αξία τουλάχιστον 33 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σε αυτό συντέλεσαν πολλές νέες υπεράκτιες ανακαλύψεις σε μεγάλα βάθη στη Γουιάνα, τη Βραζιλία, τη Ναμίμπια και την Αλγερία.
Οι εθνικές εταιρείες πετρελαίου (NOC) και οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου αντιπροσώπευαν σχεδόν το 75% των νέων ανακαλύψεων, με την Exxon Mobil,την TotalEnergies, την Petrobras και την QatarEnergy να πρωτοστατούν.
Τι συνέβη όμως και ο κλάδος – εν μέσω της πράσινης μετάβασης -«ξαναπήρε μπροστά» και μάλιστα σημειώνοντας καλές επιδόσεις;
Η πορεία της ζήτησης, οι υψηλές τιμές και οι πιο «σοφές» αποφάσεις έδωσαν ώθηση στις νέες έρευνες
Πολλές ενεργειακές εταιρείες του κλάδου της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων εξακολουθούν να διστάζουν να επιστρέψουν στη «χρυσή εποχή» των γεωτρήσεων παρά τις υψηλές τιμές και ασχολούνται με ημιτελείς γεωτρήσεις ή έργα που έχουν παγώσει ενώ άλλες δίνουν έμφαση στην πράσινη ανάπτυξη. Αλλά αυτές δεν αποτελούν τον κανόνα. Οι υψηλές τιμές και η μερική επιστροφή στα ορυκτά καύσιμα λόγω της ενεργειακής κρίσης και των εκτιμήσεων για τη ζήτηση «ταρακούνησαν» τις εταιρείες του upstream, οι οποίες, ακόμη και εάν είχαν κατεβάσει ταχύτητες, επέστρεψαν στις έρευνες αναπροσαρμόζοντας τη στρατηγική τους. Κατά τη διετία 2020 και 2021 έγιναν πολλές αποεπενδύσεις και διστακτικά βήματα για νέες έρευνες. Πλέον, οι πετρελαϊκές κάνουν πιο σοφές επιλογές και επικεντρώνονται σε περιουσιακά στοιχεία χαμηλού κόστους, χαμηλών εκπομπών άνθρακα αλλά υψηλής απόδοσης. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα μόνο πράσινες επενδύσεις.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι νέες ανακαλύψεις με υψηλότερης ποιότητας υδρογονάνθρακες στα χαρτοφυλάκιά τους. Και αυτή η στρατηγική είναι επίσης καλύτερη για το κλίμα, επειδή αυτές οι ανακαλύψεις επιτρέπουν στις εταιρείες να «μειώνουν τον άνθρακα εκτοπίζοντας τις λιγότερο προνομιακές προμήθειες πετρελαίου και φυσικού αερίου ενώ παράλληλα καλύπτουν τις ενεργειακές ανάγκες του κόσμου», σύμφωνα με την Γουίλσον.
Οι προσδοκίες για ανάκαμψη της ζήτησης στην Κίνα αλλά και το επόμενο πακέτο κυρώσεων στα ρωσικά προϊόντα διύλισης σε συνδυασμό με την ήδη σφιχτή αγορά, αποτελούν άλλον έναν καλό λόγο για αυξημένη δραστηριότητα στο upstream και το 2023.