Χωρίς καμία προϋπόθεση για τη διασφάλιση της λειτουργίας των δύο νέων κλάδων, και με σοβαρούς κινδύνους για την απώλεια κάθε αποτελεσματικότητας ρύθμισης του κλάδου της ενέργειας, επιχειρείται να γίνει η επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, ώστε να αναλάβει επίσης την εποπτεία των υδάτων και των αποβλήτων.
Αυτό επισήμαναν οι εκπρόσωποι του Συλλόγου των εργαζομένων, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν για τις διατάξεις που αφορούν την ανάληψη της εποπτείας υδάτων και αποβλήτων από τη ΡΑΕ (που μετονομάζεται σε ΡΑΑΕΥ), και οι οποίες περιλαμβάνονται σε πολυνομοσχέδιο του ΥΠΕΝ, το οποίο την επόμενη εβδομάδα θα εισαχθεί στην Ολομέλεια της Βουλής.
Σύμφωνα με τον Σύλλογο, πριν από την προσθήκη νέων βαρών θα έπρεπε να προηγηθεί η ενίσχυση των θεμελίων της Αρχής, με την αντιμετώπιση των χρόνιων προβλημάτων υποστελέχωσης και την ικανοποίηση των μισθολογικών αιτημάτων των εργαζομένων. Παράλληλα, όπως πρόσθεσαν, οι αλλαγές στην υφιστάμενη δομή της ΡΑΕ πλήττουν και την ανεξαρτησία του ρυθμιστή της ενέργειας, η οποία είναι κατοχυρωμένη στο εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο.
Σε αυτό το πλαίσιο, σε πρώτη φάση ο Σύλλογος θα προχωρήσει σε στάση εργασίας κατά τη διάρκεια συζήτησης και ψήφισης του νομοσχεδίου. Αν δεν υπάρξουν προβλέψεις για την ενίσχυση της ΡΑΕ και ο τελικός νόμος θίγει την ανεξαρτησία του ρυθμιστή της ενέργειας, οι εργαζόμενοι θα προχωρήσουν σε καταγγελία στην Κομισιόν για παραβίαση των σχετικών ευρωπαϊκών Οδηγιών.
Σημαντική υποστελέχωση
Οι εκπρόσωποι τόνισαν ότι ο όγκος εργασίας της Αρχής βαίνει διαρκώς αυξανόμενος ενώ το προσωπικό συρρικνώνεται. Κατά την τελευταία 20ετία, οι αρμοδιότητες που ανατέθηκαν στην ΡΑΕ για τον κλάδο της ενέργειας (Ηλεκτρισμός, Φυσικό Αέριο, ΑΠΕ, Ασφάλεια Εφοδιασμού κλπ.), έχουν αυξηθεί σημαντικά, με τη ΡΑΕ όμως να παραμένει σημαντικά υποστελεχωμένη.
Έτσι, τη στιγμή που το οργανόγραμμα προβλέπει 211 θέσεις εργασίας (120 Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό, 17 Έμμισθοι Δικηγόροι και 74 Διοικητικό Προσωπικό), το ενεργό τακτικό προσωπικό αντιστοιχεί στο 22% (46/211) των προβλεπομένων από το οργανόγραμμα θέσεων. Τελευταία φορά που έγιναν προσλήψεις ήταν το 2013 (14 ΕΕΠ), ενώ το 2018 δρομολογήθηκε η πρόσληψη 75 ατόμων με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα να έχει εκδοθεί η σχετική ΚΥΑ.
Όπως υποστήριξαν, στο σχέδιο νόμου δεν υφίσταται καμία πρόνοια για την ενίσχυση της νέας Αρχής, αφού η πολιτεία φαίνεται να θεωρεί ότι η προσθήκη έξι θέσεων μετακλητών υπαλλήλων επαρκεί για την άσκηση των αρμοδιοτήτων στους νέους κλάδους υδάτων και αποβλήτων. Επομένως, δια της σιγής του νομοθέτη, είναι ξεκάθαρο σε εμάς ότι η ήδη δραματικά υποστελεχωμένη Γραμματεία της ΡΑΕ, η οποία έχει προσληφθεί για την υποστήριξη του κλάδου της ενέργειας, θα αναλάβει χωρίς να ερωτηθεί διαφορετικά καθήκοντα, για την υποστήριξη των υδάτων και των αποβλήτων.
«Είναι βέβαια σαφές ότι αν δεν ενισχυθεί το Προσωπικό μας δεν θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε όχι στις νέες, διευρυμένες αρμοδιότητες αλλά ούτε καν στις υφιστάμενες αρμοδιότητες. Ο τομέας της ενέργειας θα μείνει χωρίς εποπτεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το δημόσιο συμφέρον», υπογράμμισαν.
Μισθολογικό χάσμα με την αγορά
Πλήγμα στην υποστελέχωση αποτελεί επίσης η συνεχής αποχώρηση στελεχών, την οποία οι εκπρόσωποι του Συλλόγου απέδωσαν στο χάσμα αμοιβών και προσωπικού μεταξύ της ΡΑΕ και του ενεργειακού κλάδου. Επιπρόσθετα, οι νεότεροι εργαζόμενοι στην Αρχή προσλαμβάνονται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου (ΙΔΟΧ) και εκπαιδεύονται με κόπο στα καθήκοντα του Ρυθμιστή από το μόνιμο προσωπικό, αποχωρούν συστηματικά προς την αγορά, η οποία αξιοποιεί την εμπειρία που απέκτησαν και την τεχνογνωσία τους.
Οι αποχωρήσεις αυτές οφείλονται στις πολύ καλύτερες αμοιβές του ιδιωτικού τομέα αλλά και στην έλλειψη προοπτικής σταθερούς απασχόλησης στη ΡΑΕ, καθώς είναι αβέβαιη η παράταση των θέσεων εργασίας ΙΔΟΧ αλλά και εκκρεμεί επί χρόνια η εκκίνηση διαδικασιών πρόσληψης προσωπικού.
Σύμφωνα με τον σύλλογο, διαχρονικό αίτημα είναι να υπάρξει μοριοδότηση κατά την πρόσληψη του μόνιμου προσωπικού ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν στελέχη που διαθέτουν ήδη τεχνογνωσία και έχουν δοκιμασθεί ως προς τις ικανότητες και το ήθος τους ώστε να μπορούν πράγματι να ανταπεξέλθουν στις ειδικές απαιτήσεις της εργασίας στον Ρυθμιστή Ενέργειας.
Ο Σύλλογος θέτει επίσης ζήτημα οι προσλήψεις να γίνονται εκτός των διαδικασιών του ΑΣΕΠ, με την εποπτεία ωστόσο του Ανώτατου Συμβουλίου, καθώς η ετοιμότητα ανάληψης καθηκόντων σε Ρυθμιστή εξακριβώνεται μόνο με ειδικές διαδικασίες συνεντεύξεων ή δοκιμασιών και όχι με την εφαρμογή της πάγιας διοικητικής διαδικασίας της μοριοδότησης τυπικών προσόντων (πολλαπλασιασμός βαθμού πτυχίου, προσαύξηση μεταπτυχιακού κλπ.).
Υπονόμευση της ανεξαρτησίας του ρυθμιστή ενέργειας
Επίσης, σύμφωνα με τους εργαζόμενους, οι νέες αρμοδιότητες στους τομείς αποβλήτων και υδάτων περιορίζονται κυρίως σε εποπτικές και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες και συνεπώς το ανατιθέμενο έργο -επί του παρόντος- είναι σημαντικά υποδεέστερο σε σύγκριση με το έργο του Ρυθμιστή Ενέργειας. Δεδομένης λοιπόν της προφανούς ανισοβαρούς κατανομής καθηκόντων και απαιτήσεων μεταξύ των τριών κλάδων, η αντιμετώπιση του Ρυθμιστή Ενέργειας στο νέο σχήμα, ως «ίσου» μέρους με τους Ρυθμιστές Υδάτων και Αποβλήτων, καταλήγει να υποβαθμίζει τον ρόλο της ΡΑΕ.
Ο Σύλλογος επισημαίνει ότι οι προωθούμενες αλλαγές υπονομεύουν την οικονομική αυτοτέλεια του ρυθμιστή της ενέργειας, παραβιάζοντας το εθνικό και κοινοτικό δίκαιο. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι θεσπιζόμενοι νέοι πόροι υδάτων και αποβλήτων θα καλύπτουν επαρκώς το κόστος λειτουργίας του κάθε κλάδου στην ανάπτυξη των αρμοδιοτήτων του και τον επιμερισμό των γενικών εξόδων της Αρχής.
Σε κάθε περίπτωση, η αξιοποίηση των πόρων του Ρυθμιστή της Ενέργειας υπέρ άλλων σκοπών (ύδατα – απόβλητα) πλην αυτών της ενέργειας, κατά πρώτον, καταλύει την αρχή της ανταποδοτικότητας των τελών του Ρυθμιστή της Ενέργειας, η οποία αποτελεί γενικώς παραδεκτή αρχή που ισχύει από το 1999.