Η κλιματική αλλαγή εκτός από την ισορροπία στο περιβάλλον ανατρέπει και τις διεθνείς ισορροπίες με τα κράτη να καλούνται πλέον να περισώσουν (ή να υπερεκμεταλλευτούν) φυσικούς πόρους οι οποίοι στο παρελθόν θεωρούνταν ανεξάντλητοι. Τα ακραία φαινόμενα όπως πλημμύρες και ξηρασίες οδηγούν σε υποβάθμιση της ποιότητας του νερού και παράλληλα με την ανθρωπογενή δραστηριότητα και τις μη βιώσιμες πρακτικές που εφαρμόζονται οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε πρωτόγνωρες ελλείψεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και σε διακρατικές συγκρούσεις και πολέμους. Αυτή την φορά το μήλον της έριδος θα είναι το νερό.
Περισσότερες από 280 λεκάνες απορροής ποταμών σε όλο τον κόσμο βρίσκονται στη δικαιοδοσία δύο ή περισσότερων κρατών γεγονός που συχνά οδηγεί σε διαμάχες αλλά και υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος λόγω της διάχυσης της ευθύνης για την βιώσιμη διαχείρισή του. Διαχρονικά τα κράτη έκαναν κάποιες προσπάθειες για την κοινή εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει τον Στόχο 6 (να «διασφαλίσει ότι το νερό και η αποχέτευση είναι διαθέσιμα για όλους») της Ατζέντας του ΟΗΕ 2030 και να βοηθήσει τους εταίρους της να τον εφαρμόσουν.
Οι προκλήσεις, ωστόσο, είναι τεράστιες: 844 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν αυτήν τη στιγμή χωρίς πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό και μεταξύ αυτών σχεδόν 159 εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να συλλέγουν πόσιμο νερό απευθείας από ποτάμια, λίμνες και άλλες πηγές επιφανειακών υδάτων. Περίπου 260 εκατομμύρια άνθρωποι σπαταλούν πάνω από 30 λεπτά συλλέγοντας νερό ενώ υπολογίζεται ότι 2,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε βασικές εγκαταστάσεις υγιεινής. Η διπλωματία της ΕΕ για το νερό περιλαμβάνει πολλά παραδείγματα επενδύσεων για την υποστήριξη έργων διαχείρισης υδάτων σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Στην Αφρική, η ΕΕ υποστηρίζει παρόχθιες χώρες προκειμένου να ενισχύσει τις δυνατότητες ανάπτυξης ανθεκτικής στο κλίμα και συνεργατικής διαχείρισης των διεθνών υδάτων. Αυτό περιλαμβάνει υποστήριξη στο πρόγραμμα «Συνεργασία στα διεθνή ύδατα στην Αφρική» (CIWA) που διαχειρίζεται η Παγκόσμια Τράπεζα ή δράσεις διασυνοριακής συνεργασίας για το Νείλου καθώς και για τη λίμνη Τανγκανίκα και για τον ποταμό Οκαβάνγκο. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η κινητοποίηση της διεθνούς κοινότητας για τη χρηματοδότηση μιας μονάδας αφαλάτωσης στη Γάζα, η οποία θα παρέχει τουλάχιστον 55 εκατομμύρια κυβικά μέτρα καθαρού πόσιμου νερού ετησίως.
Έρευνες δείχνουν ότι μέχρι το 2045 ο κόσμος θα υποφέρει από λειψυδρία και η σημερινή κατάσταση όπου υπάρχει ακόμη άφθονο νερό θα έχει πλήρως αντιστραφεί. Εξίσου αρνητικές θα είναι οι επιπτώσεις και για τις επιχειρήσεις, μία όψη του προβλήματος η οποία δεν έχει ακόμη εξεταστεί ενδελεχώς. Σύμφωνα με έρευνα του CDP στις αρχές του 2024, η διαταραχή παροχής νερού στις αλυσίδες εφοδιασμού θα μπορούσε να κοστίσει 77 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι άμεσες δυνητικές επιπτώσεις υπολογίζονται στα 7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η κατάσταση των υδάτων στα Βαλκάνια
Πολλά από τα πιο σημαντικά ποτάμια της Ευρώπης βρίσκονται ανάμεσα στη Σλοβενία και την Ελλάδα και αποτελούν τη λεγόμενη «μπλε καρδιά» της Ευρώπης. Τα ποτάμια των Βαλκανίων φιλοξενούν 69 είδη ψαριών που ζουν μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή και πουθενά αλλού στον κόσμο ενώ πάνω από το 40% όλων των απειλούμενων μυδιών και σαλιγκαριών γλυκού νερού της Ευρώπης βρίσκονται σε αυτά τα συστήματα γλυκού νερού. Σύμφωνα με έρευνες που εκπόνησαν οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ RiverWatch και EuroNatur σε 35.000 χιλιόμετρα ποταμών, το 80% είναι ακόμα σε πολύ καλή ή καλή κατάσταση και το 30% είναι σχεδόν άθικτο ενώ, αντίθετα, στην υπόλοιπη Ευρώπη η εικόνα είναι αντίστροφη, δηλαδή το 80% είναι σε κακή κατάσταση.
Μια έκθεση που δημοσιεύθηκε μέσα στο καλοκαίρι από το ClientEarth παρέχει μια ενδιάμεση αξιολόγηση του πόσο αποτελεσματικά προστατεύουν τα ποτάμια τους έξι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και του τρόπου με τον οποίο έχουν ενσωματώσει στην εθνική τους νομοθεσία βασικούς νόμους της ΕΕ. Παρά τις διαφορές στον τρόπο με τον οποίο εγκρίθηκαν οι νόμοι, όλες οι χώρες αντιμετωπίζουν κοινές ελλείψεις στην αποτελεσματική επιβολή τους.
Σύμφωνα με την ανάλυση της έκθεσης, οι περισσότερες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων πασχίζουν να επιβάλλουν τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς λόγω του ημιτελούς θεσμικού πλαισίου και των ανεπαρκών δεδομένων για τα υδάτινα σώματα και τη βιοποικιλότητα. Αυτό είναι εμφανές και στην ποιότητα των δεδομένων που περιλαμβάνονται στις εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ) σε έργα υδροηλεκτρικής ενέργειας στον ποταμό Vjosa (Αλβανία), στον ποταμό Komarnica (Μαυροβούνιο) ή στον ποταμό Drina (Βοσνία-Ερζεγοβίνη).
Όμως το θεσμικό πλαίσιο και η διακρατική συνεργασία αποτελούν τη μία μόνο όψη του νομίσματος. Επενδύσεις, αγωγοί και έργα εξοικονόμησης νερού αποτελούν τον δεύτερο πυλώνα μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής, η οποία έχει μεν αρχίσει να υλοποιείται αλλά παρουσιάζει κενά και αστοχίες. Μεγάλες ποσότητες νερού χάνονται από διαρροές στους αγωγούς των εταιρειών κοινής ωφέλειας που τροφοδοτούν τις πρωτεύουσες των Βαλκανίων. Τρύπες αγωγών, χαλαρές συνδέσεις, ελαττώματα που δεν ανακαλύφθηκαν εγκαίρως, όλα αυτά κοστίζουν πολύ νερό στις βαλκανικές πρωτεύουσες. Τόσο πολύ που, όπως εκτιμούν οι επιστήμονες, εάν αυτό το χαμένο νερό κατευθυνόταν σε ένα μέρος, θα γέμιζε μια τεράστια λίμνη. Εάν το νερό που χάθηκε μέσω των αγωγών στα Σκόπια, το Βελιγράδι, την Πρίστινα, τα Τίρανα, το Ζάγκρεμπ, τη Σόφια, το Σεράγεβο και τη Λιουμπλιάνα συγκεντρωνόταν, θα γέμιζε μια δεξαμενή στο μέγεθος της λίμνης Dojran στη Βόρεια Μακεδονία. Από μια άλλη οπτική, η ποσότητα νερού που χάνεται μέσω των συστημάτων ύδρευσης σε αυτές τις πόλεις θα γέμιζε 115.000 πισίνες ολυμπιακών διαστάσεων, όπως αυτή στο Τόκιο. Η διαχείριση των υδάτινων πόρων δημιουργεί σχέσεις εξάρτησης για τα κράτη, καθώς από αυτούς εξαρτάται η κοινωνική και οικονομική ευημερία.
Η αλληλεξάρτηση της Ελλάδας με άλλα βαλκανικά κράτη στη διαχείριση των υδάτινων πόρων
Η περιοχή των Βαλκανίων αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της αλληλεξάρτησης των κρατών για την εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων.
Η Ελλάδα αποτελεί κράτος παρόχθιο σε πέντε βαλκανικούς ποταμούς εκ των οποίων μόνον ο ένας (Αώος) πηγάζει από την ίδια. Ο Έβρος, ο Νέστος, ο Αξιός και ο Στρυμόνας πηγάζουν από γειτονικά κράτη και η διαχείρισή και αξιοποίησή τους αποτελούσε συχνά αιτία συγκρούσεων μεταξύ της Ελλάδας και των γειτονικών κρατών. Η σημασία των ποταμών (όπως συμβαίνει και με τις θάλασσες και τις λίμνες) είναι καθοριστική για τις τοπικές κοινωνίες και η διακρατική συνεργασία αποτελεί βασική προϋπόθεση για την βιώσιμη διαχείρισή τους. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, δεν έχει καταγραφεί μεγάλη πρόοδος ώστε τα εμπλεκόμενα κράτη να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα από το εθιμικό Δίκαιο και τους κανόνες περί «δίκαιης χρήσης» που ως επί το πλείστον ακολουθούν τα συγκεκριμένα κράτη. Ο Έβρος, ο Νέστος και ο Στρυμόνας πηγάζουν από την Βουλγαρία (ο Έβρος αποτελεί και την φυσική συνοριακή γραμμή μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας) ενώ τον Αξιό τον «μοιράζονται» η Βόρεια Μακεδονία και η Ελλάδα. Αν και οι προσπάθειες για συνεργασία μεταξύ των κρατών έχουν ξεκινήσει εδώ και 50 χρόνια, έχει σημειωθεί ελάχιστη πρόοδος στις συνομιλίες για την ορθή και βιώσιμη εκμετάλλευση των ποταμών. Η διαχείρισή τους παραμένει αποσπασματική με εξαίρεση την περίπτωση του Νέστου, στην οποία εφαρμόζονται κάποιες βασικές αρχές βιωσιμότητας (ειδικά από το 1996 όπου Ελλάδα και Βουλγαρία κατέληξαν σε συμφωνία) ενώ από την άλλη, ο Αξιός, αποτελεί «θύμα» των έντονων περιβαλλοντικών προκλήσεων και της αδυναμίας συνεννόησης μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών. Ακόμη και ο ποταμός Αώος, ο οποίος πηγάζει από την Ελλάδα αλλά διέρχεται από την Αλβανία δεν τυγχάνει ορθής αξιοποίησης λόγω της έλλειψης συνεννόησης μεταξύ των δύο κρατών.
Ένα πιο θετικό παράδειγμα αποτελεί η αξιοποίηση των υδατικών πόρων του Έβρου η οποία «ανανεώθηκε» τον Ιούλιο του 2024, οπότε υπεγράφη η προσωρινή συμφωνία για τη συνέχιση της παροχής ύδατος από τον ποταμό Άρδα για την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών της περιοχής του βορείου Έβρου τη φετινή χρονιά. Πρόκειται για «προέκταση» της 60ετούς συμφωνίας που υπήρχε με τη Βουλγαρία (ως πολεμική αποζημίωση της χώρας μας) για τη χρήση των νερών του ποταμού Άρδα για την άρδευση του βόρειου τμήματος του Έβρου, η οποία έληξε στις 9 Ιουλίου.
Το πρόβλημα της λειψυδρίας, οι επενδύσεις και οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στην Ελλάδα
Σχεδόν όλα τα κλιματικά μοντέλα για τα Βαλκάνια προβλέπουν τόσο αύξηση των μέσων θερμοκρασιών όσο και μείωση της διαθεσιμότητας νερού κατά 10% έως 13% έως το 2060. Μέχρι το τέλος του αιώνα, το χειρότερο σενάριο λαμβάνει ως δεδομένο ότι ορισμένες λεκάνες απορροής ποταμών, συμπεριλαμβανομένης της λεκάνης του Αξιού, θα χάσουν πάνω από το 20% του νερού τους εάν οι θερμοκρασίες συνεχίσουν να αυξάνονται και δεν ληφθούν αντίμετρα. Η απειλή της λειψυδρίας, όπως έγινε εμφανές και φέτος το καλοκαίρι στα νησιά, έχει ήδη «χτυπήσει την πόρτα» και της Ελλάδας.
Αν και η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα κατά κεφαλήν δυναμικά υδάτινων πόρων στην περιοχή της Μεσογείου και θα έπρεπε θεωρητικά να έχει άφθονο νερό για τον πληθυσμό της και τις παραδοσιακές χρήσεις νερού, το νερό δεν κατανέμεται ομοιόμορφα στο χώρο και στο χρόνο. Η μέγιστη βροχόπτωση καταγράφεται στα δυτικά τμήματα, όπου οι διαθέσιμοι υδάτινοι πόροι είναι - κατά συνέπεια - άφθονοι, ενώ σε άλλες περιοχές της χώρας οι βροχοπτώσεις είναι πολύ χαμηλότερες και οι διαθέσιμοι υδάτινοι πόροι δεν επαρκούν για να καλύψουν τη ζήτηση. Λόγω αυτής της ανισότητας στην κατανομή του νερού, ορισμένες περιοχές της Ελλάδας όπως η Αττική και τα νησιά του Αιγαίου αντιμετωπίζουν μακροχρόνια προβλήματα λειψυδρίας, μία τάση που τείνει να κορυφωθεί εν μέσω της κλιματικής κρίσης και των παρατεταμένων περιόδων ξηρασίας και υψηλών θερμοκρασιών.
Γενικά, η ζήτηση νερού στη χώρα μας κορυφώνεται τους ζεστούς και ξηρούς καλοκαιρινούς μήνες, όταν η διαθεσιμότητα νερού είναι στο χαμηλότερο επίπεδο, λόγω της μείωσης των βροχοπτώσεων. Δεδομένης της λειψυδρίας που παρατηρείται σε αρκετά (πλέον) μέρη της χώρας, πολλές χρήσεις νερού όπως για άρδευση, βιομηχανική χρήση αλλά και για την κάλυψη της τουριστικής βιομηχανίας τίθενται στο μικροσκόπιο των αρμόδιων αρχών, οι οποίες καλούνται να ανασυντάξουν τα στρατηγικά τους πλάνα. Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελούν οι αγροτικές δραστηριότητες και πρακτικές στην Ελλάδα οι οποίες δεν έχουν «εκσυγχρονιστεί» ούτε προσαρμοστεί στις τρέχουσες απαιτήσεις και πρότυπα. Αυτό έχει ως συνέπεια να χρησιμοποιούνται τεράστιες ποσότητες νερού για άρδευση (η άρδευση χρησιμοποιεί σχεδόν 85%, ενώ οι οικιακές χρήσεις είναι 13% και οι βιομηχανικές χρήσεις είναι 2%), ένα κατεστημένο το οποίο θα μπορούσε να ανατραπεί με την εισαγωγή αποτελεσματικότερων δικτύων άρδευσης και καλύτερης επιλογής καλλιεργειών οι οποίες θα ταιριάζουν με το κλίμα.
Οι υδάτινοι πόροι στα ελληνικά νησιά είναι πολύ περιορισμένοι και με ελάχιστες εξαιρέσεις αποτελούνται από υπόγεια ύδατα που περιέχονται στους τοπικούς υδροφορείς. Η ποσότητα του νερού που μπορεί να ληφθεί είναι περιορισμένη, καθώς η υπεράντληση αυτών των υδροφορέων οδηγεί σε αλάτωση του νερού που το καθιστά ως επί το πλείστον άχρηστο. Τα εδάφη στα νησιά είναι εξαιρετικά ευάλωτα στη διάβρωση, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται προβλήματα στους υδάτινους πόρους (καθίζηση ταμιευτήρων, σταθερότητα κοίτης ρεμάτων κ.λπ.). Το πρόβλημα στα νησιά βαίνει αυξανόμενο και χαρακτηρίζεται από τις διευρυνόμενες διαφορές μεταξύ των τουριστικών περιοχών και της αγροτικής ενδοχώρας, τις σοβαρές αλληλεξαρτήσεις των υδάτινων πόρων, την υψηλή ευαισθησία στη ρύπανση και την ευαισθησία μεταξύ της ισορροπίας νερού και εδάφους.
Ωστόσο, η πτώση των αποθεμάτων νερού είναι αισθητή και στην Αττική, κάτι που έχει ωθήσει την κυβέρνηση και την ΕΥΔΑΠ να αναζητούν πρόσθετες πηγές. Οι τέσσερις ταμιευτήρες νερού που τροφοδοτούν με την απαιτούμενη ποσότητα (των 400 εκατ. κυβικών μέτρων) την Αττική είναι εκείνοι του Ευήνου, μαζί του Μόρνου, του Μαραθώνα και της Υλίκης. Σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΝ, το υδροδοτικό σύστημα είναι σχεδιασμένο, ώστε τα αποθέματα των ταμιευτήρων να μην μειώνονται. Τα τελευταία δύο έτη όμως, λόγω της ανομβρίας, τα αποθέματα μειώθηκαν από 1.158.127 εκατ. κυβικά μέτρα στις 26/8/2022 σε 703.339 εκατ. κυβικά μέτρα στις 26/08/2024, δηλαδή κατά μέσο όρο περίπου 225 εκατ. κυβικά μέτρα το έτος. Και εάν συνεχιστεί η ανομβρία των περασμένων ετών, θα έχουμε έλλειμμα 150 εκατ. κυβικά μέτρα το έτος και ένα απόθεμα που μπορεί να διαρκέσει περίπου 4 έτη.
Οι παρεμβάσεις και οι νέες επενδύσεις για την αντιμετώπιση του κινδύνου λειψυδρίας
Προκειμένου να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα, το Υπουργείο Περιβάλλοντος αναζητά και υλοποιεί το κατάλληλο μείγμα μεσοπρόθεσμων έργων που μπορεί να περιλάβει την αξιοποίηση υφιστάμενων υδάτινων πόρων της Κεντρικής Ελλάδος (λίμνη Κρεμαστών), αφαλατώσεων και αξιοποίησης για νερό άρδευσης και βιομηχανικό νερό των ομβρίων υδάτων και του νερού που προέρχεται από επεξεργασία λυμάτων.
Σε θεσμικό πλαίσιο, μια σημαντική παρέμβαση που σχεδιάζεται είναι το νέο σύστημα διακυβέρνησης της ΔΕΥΑ που σχεδιάζεται. Όπως είναι γνωστό, προωθείται η κατάργηση δεκάδων Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) μέσω συγχώνευσης ώστε στην τελική τους μορφή να μείνουν 13 (μία ανά Περιφέρεια) ή ενδεχομένως λίγο περισσότερες, ενώ δρομολογείται και η χωρική επέκταση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ σε όμορες περιφερειακές ενότητες.
Παράλληλα, σε στενή συνεργασία με την ΕΥΔΑΠ, το ΥΠΕΝ υλοποιεί έναν οδικό χάρτη και θα επιλέξει τις καλύτερες λύσεις, που είναι ρεαλιστικό να υλοποιηθούν, εντός της τετραετίας για τη διασφάλιση των αποθεμάτων νερού. Στις λύσεις αυτές περιλαμβάνονται η μείωση των απωλειών στα δίκτυα ύδρευσης, η μερική εκτροπή νερού από ποταμούς που καταλήγουν στη λίμνη των Κρεμαστών, η ένταξη νέων ταμιευτήρων, η χρήση ανακυκλωμένου νερού για άρδευση και βιομηχανικές χρήσεις, καθώς και ο εμπλουτισμός του υπόγειου υδροφορέα με ανακυκλωμένο νερό, η βέλτιστη διαχείριση ομβρίων υδάτων και η αφαλάτωση, με χρήση πράσινων, ενεργειακών πόρων. Όπως είναι γνωστό, για την αντιμετώπιση του προβλήματος η ΕΥΔΑΠ έχει ήδη ενεργοποιήσει συμπληρωματικές πηγές υδροδότησης, με την επαναλειτουργία 17 γεωτρήσεων, κατά κύριο λόγο στην περιοχή Μαυροσουβάλα και θα ενεργοποιήσει γεωτρήσεις και στο μέσο ρου του Βοιωτικού Κηφισού, ενώ επίσης νερό πλέον αντλείται και από την Υλίκη, που μέχρι τώρα ήταν εφεδρικός ταμιευτήρας. Αυτές οι ενέργειες θα συνεισφέρουν περίπου 75 εκατ. κυβικά μέτρα το έτος.