Κάθε σχετικό άρθρο διαχωρίζει εργοδότες και εργαζόμενους και ζητά από το κράτος να παίξει το ρόλο του φύλακα και ρυθμιστή. Προσωπικά είμαι αντίθετος σε ότι διαιωνίζει τις διαιρέσεις του παρελθόντος και εμμένει στην μονοδιάστατη απονομή στο κράτος ενός ρόλου που, αποδεδειγμένα μέχρι σήμερα, έχει δείξει ότι δεν μπορεί να παίξει.
Οι κακοί εργοδότες στο δικό μου μυαλό εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της αστυνομίας και της ποινικής δικαιοσύνης. Όπως και οι κακοί άνθρωποι γενικότερα, στο βαθμό που κάνουν την κακία τους πράξη και παραβιάζουν τους νόμους και τα δικαιώματα των άλλων.
Δεν ανήκουν στην σφαίρα των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αναζητήσεων. Σε αυτή ανήκουν όλοι οι υπόλοιποι, εργοδότες και εργαζόμενοι, οι οποίοι έχουν συμφέρον να συνεργαστούν για να κερδίσουν ο καθένας ότι θέλει από αυτή τη ζωή.
Εργοδότες και εργαζόμενοι θα πρέπει από κοινού να διεκδικήσουν από το κράτος κανόνες που θα καθιστούν βιώσιμη την επιχειρηματική δράση των πρώτων και πλήρη δικαιωμάτων τον εργασιακό βίο των δεύτερων.
Η οικονομική κρίση των τελευταίων εννέα ετών λειτούργησε ως οδοστρωτήρας σε πολλαπλά πεδία της οικονομικής ζωής του τόπου. Έβγαλε στην επιφάνεια τα χειρότερα χαρακτηριστικά των Ελλήνων.
Κακοί εργοδότες εγκατέλειψαν τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενούς τους, παρότι είχαν δεσμευτεί ότι θα υπάρχουν στα αμπάρια τα απαραίτητα για να πιάσει λιμάνι το σκάφος και να κατέβουν όλοι με ασφάλεια.
Το αποτέλεσμα είναι ότι μεγάλο μέρος όσων έχουν ακόμα δουλειά ασφυκτιούν σε ένα εργασιακό περιβάλλον στο οποίο κυριαρχεί η εργοδοτική αυθαιρεσία και η άναρχη και άνομη ευελιξία.
Ειδικότερα, αυτό αφορά περισσότερο του νέους, τις γυναίκες, τους σκληρά εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα που σε συνθήκες φοβικότητας πληρώνονται λιγότερο απ’ όσα προβλέπει η σύμβασή τους, υπογράφουν για 4 ώρες και δουλεύουν πολλαπλάσιες, προσφέρουν εξαρτημένη απασχόληση και πληρώνονται με μπλοκάκι, είναι ανασφάλιστοι, φεύγουν σε αναγκαστικές άδειες και εργάζονται σε χώρους εργασίας που δεν τηρείται κανένας κανόνας υγιεινής και ασφάλειας.
Έτσι, στη λογική της εξίσωσης των πάντων προς τα κάτω, κατατάσσονται όλοι οι εργαζόμενοι στην κατηγορία των αναλώσιμων και των απασχολήσιμων.
Όμως, οι εργαζόμενοι δεν είναι αριθμοί για να τους προσθέτουν ή να τους αφαιρούν από το ποσοστό των ανέργων, κατατάσσοντάς τους στην κατηγορία των απασχολήσιμων.
Είναι άνθρωποι με ανάγκες, όνειρα, δίψα για ζωή και προσφορά στην κοινωνία και στη χώρα. Δε θέλουν απλά να απασχοληθούν. Θέλουν να εργασθούν και να εισπράξουν από την εργασία τους αυτό που τους αντιστοιχεί από την υπεραξία που αυτοί προσδίδουν σ’ αυτή.
Σήμερα ευδοκιμεί η άποψη ότι σε συνθήκες κρίσης δεν έχουμε την “πολυτέλεια” να ασχολούμαστε με τέτοια θέματα. Αυτό είναι λάθος: δεν υπάρχει δίπολο μεταξύ ανάπτυξης και τήρησης των εργασιακών δικαιωμάτων. Μια σύγχρονη οικονομία δεν μπορεί να περιλαμβάνει ένα τριτοκοσμικό εργασιακό περιβάλλον.
Σήμερα, υπάρχει αδήριτη ανάγκη για προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, όχι στη λογική του πελατειακού κράτους και του συντεχνιασμού, αλλά σ’ αυτή μιας σύγχρονης οικονομίας που λειτουργεί με νόμους και κανόνες.
Οι μεγάλοι αδικημένοι σήμερα είναι οι Έλληνες του μόχθου, της προκοπής και της εργασίας που τόσα χρόνια σήκωσαν τη χώρα στις πλάτες τους, που ποτέ δεν έλαβαν μέρος στο καταναλωτικό πάρτι και ήταν αποκλεισμένοι από τη λήψη των αποφάσεων που αφορούσαν στο μέλλον τους.
Για όλους αυτούς τους ανθρώπους απαιτούνται αλλαγές στα εργασιακά δικαιώματα που θα περιλαμβάνουν:
1) Ίση αμοιβή για ίση εργασία
Απαιτείται ενίσχυση των εισοδημάτων από εργασία με τήρηση της αρχής «ίση αμοιβή για ίση εργασία» τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Δεν είναι δίκαιο ούτε κοινωνικά αποδεκτό πλέον, η ίδια εργασία να αμείβεται διαφορετικά ανάλογα με τον εργοδότη ή το εργασιακό καθεστώς του εργαζομένου.
2) Νέα επιθεώρηση εργασίας
Η προστασία του εργαζόμενου από την εργοδοτική αυθαιρεσία πρέπει να γίνει βασική προτεραιότητα. Για να συμβεί αυτό χρειαζόμαστε ένα νέο φορέα, ο οποίος θα αντικαταστήσει την σημερινή επιθεώρηση εργασίας. Προτείνω την ίδρυση ανεξάρτητης αρχής γιατί, όπως έχω ήδη επισημάνει, το κράτος, μέχρι τουλάχιστον να αλλάξει, μας έχει δείξει ότι δεν μπορεί.
3) Νέα συνδικαλιστικά όργανα – Εκπροσώπηση Ανέργων
Η αρχιτεκτονική του σημερινού συνδικαλιστικού κινήματος δεν ανταποκρίνεται στην εργασιακή αγορά. Υπάρχουν μεγάλες ομάδες εργαζομένων όπως οι περιστασιακά, εποχιακά εργαζόμενοι οι οποίοι είτε υπο-εκπροσωπούνται είτε δεν εκπροσωπούνται καθόλου. Εκπροσώπηση των συμφερόντων τους χρειάζονται και οι άνεργοι, οι οποίοι, λόγω της κρίσης, συνιστούν πλέον ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού.
Αυτή είναι μια πρώτη μεγάλη πρόκληση για το συνδικαλιστικό κίνημα. Σε αντίθεση με τα όσα διεκδικούσε προηγούμενες δεκαετίες και οδηγούσαν σε περαιτέρω αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων, σήμερα, οφείλει να τοποθετηθεί με ρεαλισμό και σοβαρότητα ως προς τη διασφάλιση των υφιστάμενων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που θα οδηγούν κατ’ ελάχιστο στην αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων.
4) Ειδική έμφαση στις πλέον ευάλωτες ομάδες εργαζομένων
Όλοι οι εργαζόμενοι δεν είναι το ίδιο. Υπάρχουν ομάδες εργαζομένων που χρήζουν αυξημένης προστασίας μιας και είναι τα συχνότερα θύματα της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Εργαζόμενες μητέρες, νέοι εργαζόμενοι, εργαζόμενοι με μπλοκάκι, μετανάστες, είναι ομάδες που πρέπει τεθούν υπό καθεστώς ειδικής προστασίας.
Όλοι συμφωνούμε ότι η εικόνα της εργασίας στην εποχή της κρίσης δεν είναι η επιθυμητή. Ούτε και πριν την κρίση όμως τα πράγματα δούλευαν όπως θα έπρεπε. Ας αγωνιστούμε για να εξασφαλίσουμε ότι μετά την κρίση θα έχουμε την Ελλάδα που θέλουμε. Ίδιοι κανόνες και ίσα δικαιώματα για όλους.
Επιμέλεια: Στέλλα Κεμανετζή