Τις μεγάλες ευκαιρίες που κρύβει η ελληνική αγορά στις εταιρικές συναλλαγές σε συνάλλαγμα ανακάλυψε «κατά λάθος» η Ebury, η ταχέως αναπτυσσόμενη Fintech που είδε τα κέρδη της να εκτοξεύονται στην Ελλάδα μέσα σε λίγους μήνες και αναμένει διπλασιασμό του τζίρου της το 2018.
Σε συνέντευξη που παραχώρησαν στο insider.gr, τα στελέχη της εταιρείας περιγράφουν πώς συνέβη το «ευτυχές ατύχημα» να επισκεφθούν τη χώρα μας και πώς μέσα σε επτά μήνες το προσωπικό της Ebury στην Αθήνα αυξήθηκε από τους 5 στους 25 εργαζομένους.
«Το 2015 ξεκινήσαμε συνεργασία με μεγάλη εταιρεία της Βόρειας Ελλάδας που έχει τα γραφεία της στο Λονδίνο και την επισκεπτόμασταν στη Θεσσαλονίκη κάθε μήνα», εξηγεί ο Ρίτσαρντ Άτκινσον, διευθυντής του γραφείου στην Αθήνα. «Προς μεγάλη μας έκπληξη διαπιστώσαμε το κενό που υπάρχει στις υπηρεσίες πληρωμών σε ξένο νόμισμα εδώ, αφού πριν από εμάς τις υπηρεσίες αυτές πρόσφεραν αποκλειστικά οι τράπεζες».
Η «ανακάλυψη» αυτή άνοιξε ένα μεγάλο παράθυρο ευκαιρίας για μία από τις πλέον υποσχόμενες εταιρείες startup στην Ευρώπη, η οποία χρηματοδοτήθηκε με 83 εκατ. ευρώ από venture capital fund το 2015 και έκτοτε διπλασιάζει κάθε χρόνο τα έσοδά της, προσθέτοντας 1.000 νέες επιχειρήσεις στο πελατολόγιό της κάθε μήνα.
Στην Ελλάδα, η Ebury ξεκίνησε τη λειτουργία της τον περασμένο Σεπτέμβριο, ανοίγοντας υπερσύχρονα γραφεία στο Μαρούσι, τα οποία αποπνέουν «αέρα» Google και στελεχώνονται από νέα εξειδικευμένα στελέχη με μέσο όρο ηλικίας τα 28 έτη. Όπως σημειώνει ο κ. Άτκινσον, «υπάρχει μεγάλη προσφορά σε εξειδικευμένα, ταλαντούχα στελέχη στην Ελλάδα που διαθέτουν μεγάλη εμπειρία και όρεξη για δουλειά».
Μικρότερο ρίσκο, προσωπική εξυπηρέτηση
Η Εbury απευθύνεται στις μεσαίες και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που κάνουν εισαγωγές και εξαγωγές και χρειάζονται εξειδικευμένα εργαλεία, αλλά δεν έχουν την τεχνογνωσία να το κάνουν μόνες τους. Τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα, σύμφωνα με τον κ. Άτκινσον, είναι δύο: ανταγωνιστικές τιμές και προσωποποιημένη εξυπηρέτηση.
Στην Ελλάδα, η Ebury συνεργάζεται κυρίως με επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους, ενώ στο πελατολόγιό της περιλαμβάνονται και 14 εισηγμένες. Η εταιρεία παρέχει υπηρεσίες πληρωμών σε ξένο νόμισμα και αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου – δύο υπηρεσίες που είναι πολύτιμες για τις επιχειρήσεις που έχουν συναλλαγές με το εξωτερικό. Όπως μας αναφέρουν τα στελέχη της εταιρείας, οι ελληνικές εταιρείες με τις οποίες συνεργάζονται κυρίως εισάγουν πρώτες ύλες από το εξωτερικό και εξάγουν τα προϊόντα τους.
Οι εισαγωγές πραγματοποιούνται κυρίως από χώρες της Ασίας, όπως η Ινδία και η Νότια Κορέα ή η Ρωσία, και οι εξαγωγές πραγματοποιούνται στις ΗΠΑ αλλά και στην Κίνα και τη Ρωσία. Τη μεγαλύτερη «ζήτηση» έχουν στο εξωτερικό τα αγροδιατροφικά προϊόντα, καθώς και οι υπηρεσίες engineering και κατασκευών, σημειώνουν.
«Οι πελάτες μας ξέρουν ακριβώς τι θα πληρώσουν, σε ευρώ, για όσο διάστημα διαρκεί μια σύμβαση ή μια συγκεκριμένη συνεργασία τους», αναφέρει ο Χένρι Χάτον από το τμήμα Πωλήσεων. «Το ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα είναι ότι λειτουργούμε προνοητικά προτείνοντας λύσεις στους πελάτες μας», προσθέτει.
Γραφειοκρατία και αδιαφάνεια, οι μεγαλύτερες προκλήσεις
Όσον αφορά στα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετώπισε η Ebury κατά την έναρξη της λειτουργίας της στην Ελλάδα, ο κ. Χάτον επισημαίνει κυρίως τη γραφειοκρατία, καθώς και την αδιαφάνεια που υπάρχει σε όλο το πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων. «Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δεν μπορεί κανείς να βρει επαρκείς πληροφορίες στο Internet σχετικά με τη λειτουργία των επιχειρήσεων και το πλαίσιο που ισχύει», τονίζει.
Όσον αφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας, κάνει λόγο για μια «επιθετική» αγορά με μεγάλη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους. Όπως εξηγεί ο κ. Χάτον, πολλές εταιρείες βασίζουν τη λειτουργία τους σε δημόσιες συμβάσεις και αυτό τις αναγκάζει να ρίχνουν κατά πολύ το κόστος των υπηρεσιών –άρα και το περιθώριο κέρδους τους. Η Ebury υπόσχεται στους πελάτες της να μειώσει το κόστος των συναλλαγών με το εξωτερικό ώστε να υπάρχει η δυνατότητα για πιο ανταγωνιστικές προσφορές.
«Δεν φοβηθήκαμε τα capital controls»
Όσον αφορά στα capital controls και πώς αυτά δυσχεραίνουν το έργο τους, τα στελέχη της Ebury εξηγούν ότι υπάρχει πλαίσιο για συναλλαγές στο εξωτερικό για επιχειρήσεις που εισάγουν και εξάγουν –το οποίο, μάλιστα, έχει βελτιωθεί ουσιαστικά από την επιβολή στους περιορισμούς 2,5 χρόνια πριν.
«Πολλές ξένες εταιρείες έχουν φοβηθεί τα capital controls και τον κίνδυνο χώρας και κρατήθηκαν μακριά από την ελληνική αγορά. Αυτή την ευκαιρία αδράξαμε και, πλέον, είμαστε η μόνη εταιρεία εκτός από τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον τομέα», τονίζει ο Παύλος Ντάβος, FX Broker της Ebury στην Αθήνα.
Ο ίδιος ήταν «παιδί» του brain drain, αφού ξεκίνησε να εργάζεται στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στο Λονδίνο αλλά πολύ σύντομα επέστρεψε στην Ελλάδα, όταν άνοιξε το γραφείο εδώ. «Εάν οι συνθήκες εργασίες είναι καλές στην Ελλάδα, είναι πολύ καλύτερα να ζεις εδώ», εξομολογείται.
Ο κ. Ντάβος εξηγεί πώς ο μετασχηματισμός που βρίσκεται σε εξέλιξη στις οικογενειακές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, ευνοεί τις εταιρείες Fintech, καθώς η νέα γενιά που αναλαμβάνει τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης, ενσωματώνει νέες τεχνολογίες και, ταυτόχρονα, κάνουν άνοιγμα στις αγορές του εξωτερικού.
«Με συναλλαγές σε 140 νομίσματα, η Ebury δίνει τη δυνατότητα στους πελάτες της να επιλέξουν σε ποια χώρα θέλουν να δραστηριοποιηθούν και εγγυάται εύκολες και ασφαλείς συναλλαγές, χωρίς μεταβλητότητα και δυσάρεστες εκπλήξεις για τους επιχειρηματίες λόγω συναλλάγματος», καταλήγει ο κ. Άτκινσον.
*Φωτογράφηση των γραφείων της Ebury στην Ελλάδα: Eric Klopfer