του Γιάννη Αγγέλη
Πρόσφατη μελέτη, από τις ελάχιστες που έχουν γίνει σχετικά, ομάδας οικονομολόγων της BIS (Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών) προειδοποιεί για επερχόμενο τσουνάμι χρεοστασίων επιχειρήσεων που ακολουθούν την ανάσχεση της πανδημίας με την μαζική χρήση των εμβολίων(the financial vulnerabilities driving firms to the exit”).
Έχουν προηγηθεί άλλες δύο μελέτες με το ίδιο αντικείμενο, οι οποίες όμως δεν στοχεύουν στις αιτίες που θα προκαλέσουν το «φαινόμενο» αυτό, ούτε είχαν λάβει υπ όψη τους στοιχεία τα οποία βασίζονται στα δεδομένα τόσο των βορειο-ευρωπαϊκών όσο και των νοτιο-ευρωπαϊκών οικονομικών. Και ειδικά του μεγάλου βάρους που έχουν σ΄ αυτές ο όγκος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Βασικό εύρημα της μελέτης είναι ότι το «τσουνάμι» αυτό δεν εκδηλώνεται στην διάρκεια της πανδημίας, ούτε καν με την λήξη της. Αλλά με μία υστέρηση χρόνου την οποία η μελέτη των δυο οικονομολόγων της BIS Ryan Niladri Banerjee και Εnisse Kharroubi τοποθετεί σε δύο περίπου χρόνια, ήτοι στην διάρκεια του 2022.
Όσο αφορά τις αιτίες που προκαλούν αυτό το κύμα επιχειρηματικού χρεοστασίου, η μελέτη φωτογραφίζει κυρίως την ποιότητα του χρέους και το οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα κληθούν να το εξυπηρετήσουν μετά την λήξη της πανδημίας και την σταδιακή απόσυρση των μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής.
Όπως υπογραμμίζεται στην μελέτη, το υψηλό βραχυπρόθεσμο χρέος και οι χαμηλές ταμειακές ροές σε σχέση με τις πληρωμές τόκων αποτελούν βασικούς παράγοντες που θα καθορίσουν το εύρος του κύματος των χρεοκοπιών.
Αξιοπρόσεκτο στοιχείο είναι ότι σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης η διασφάλιση ρευστότητας και γενικότερα η διακράτηση ρευστών στοιχείων ενεργητικού «δεν φαίνεται να παρέχουν μεγάλη προστασία». Διευκρινίζεται ότι η διαθεσιμότητα ρευστότητας μπορεί να μετριάσει τους κινδύνους ρευστότητας που θα παρουσιασθούν, αλλά μπορεί να είναι τελικά «μικρή βοήθεια στην αντιμετώπιση των προβλημάτων φερεγγυότητας».
Ένα άλλο σημείο που επισημαίνεται είναι ότι η «σχέση» μεταξύ των προβλημάτων εξυπηρέτησης του χρέους και των χρεοκοπιών, είναι περισσότερο ανελαστική σε μια περίοδο σχετικής ηρεμίας από ότι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Χρηματοπιστωτικής Κρίσης (GFC) και της ευρωπαϊκής κρίσης δημόσιου χρέους. Αυτό είναι το στοιχείο που οδηγεί στο συμπέρασμα στην μελέτη για την εμφάνιση χρονικής υστέρησης στα προβλήματα που θα τροφοδοτήσουν το φαινόμενο των χρεοκοπιών.
Πράγματι, όπως αναφέρει η μελέτη, «διαπιστώνουμε ότι χρειάζονται περίπου δύο χρόνια μέχρι να γίνει αισθητές οι πλήρεις επιπτώσεις των υψηλότερων οικονομικών τρωτών σημείων στο κλείσιμο επιχειρήσεων… Παρά το πρωτοφανές σοκ του Covid-19, η ανάλυσή μας δείχνει ότι το κλείσιμο επιχειρήσεων ενδέχεται να παραμείνει περιορισμένο βραχυπρόθεσμα, καθώς η πίεση στις επιχειρήσεις μπορεί να χρειαστεί χρόνο για να δημιουργηθεί. Αυτό είναι πιθανό να ισχύει ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της άνευ προηγουμένου στήριξης της πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας, συμπεριλαμβανομένης της εξαιρετικά διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής, των δημόσιων εγγυήσεων για δάνεια, των δημοσιονομικών μέτρων για την ενίσχυση των ταμειακών ροών των επιχειρήσεων και των μορατόριουμ για ορισμένες πιστωτικές υποχρεώσεις. Επιπλέον, για τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ στη μελέτη μας, τα χρηματοοικονομικά τρωτά σημεία ήταν χαμηλότερα κατά την έναρξη της ύφεσης του Covid-19 σε σύγκριση με εκείνα που προηγήθηκαν της GFC. Ωστόσο, στο βαθμό που οι επιχειρήσεις έχουν δανειστεί για να γεφυρώσουν τη σοβαρή ύφεση, μπορεί να έχουν γίνει πιο ευάλωτες σε μελλοντικές κρίσεις, ειδικά εάν έχουν δημιουργήσει υψηλό βραχυπρόθεσμο χρέος και αντιμετωπίζουν χαμηλές ταμειακές ροές σε σχέση με τα έξοδα τόκων...».
Η μελέτη διαπιστώνει ότι «το υψηλό βραχυπρόθεσμο χρέος σε σχέση με το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και τα χαμηλά κέρδη σε σχέση με τις δαπάνες τόκων προβλέπουν σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό μεταγενέστερων χρεοστασίων».
Η μελέτη κωδικοποιεί σε τρία σημεία το σύνολο των συμπερασμάτων της:
- Πρώτον, τα εταιρικά κέρδη έχουν καταρρεύσει για πολλές επιχειρήσεις, εξασθενίζοντας σοβαρά τους δείκτες κάλυψης των τόκων. Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι αυτό θα απειλήσει την επιβίωση πολλών επιχειρήσεων εάν τα κέρδη παραμείνουν σε ύφεση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, τα αποθέματα ασφαλείας μετρητών μπορούν να παρέχουν περιορισμένη μόνο προστασία.
- Δεύτερον, ο βαθμός στον οποίο οι επιχειρήσεις μπόρεσαν να συγκεντρώσουν χρηματοδότηση για την κάλυψη ζημιών και την αναδιάταξη του υφιστάμενου βραχυπρόθεσμου χρέους θα αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα για την πρόληψη του κλεισίματος των επιχειρήσεων βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, όπως δείχνουν τα αποτελέσματά μας, οι πιέσεις για «κλείσιμο» μετά την αύξηση του χρέους αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου. Έτσι, η επιβίωση των επιχειρήσεων βραχυπρόθεσμα δεν αποκλείει ένα κύμα χρεοστασίων αργότερα.
- Τρίτον, λόγω του μεγέθους του, το σοκ covid-19 μπορεί να επισκιάσει τον αντίκτυπο των χρηματοοικονομικών προβλημάτων που οδηγούν σε χρεοστάσια, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της GFC και της ευρωπαϊκής κρίσης δημόσιου χρέους. Τούτου λεχθέντος, τα οικονομικά «τρωτά σημεία» μπορεί να εξακολουθούν να έχουν σημασία λόγω του ρόλου τους ως ενισχυτές σοκ. Τέλος, μόλις διαλυθεί το σοκ covid-19, είναι πιθανό ότι πολλοί τομείς θα είναι πιο ευάλωτοι οικονομικά. Πηγαίνοντας προς τα εμπρός, αυτή η μεγαλύτερη αστάθεια θα μπορούσε να κρατήσει τα χρεοστάσια υψηλά για κάποιο χρονικό διάστημα.