Δυναμικά έδειξε να επιστρέφει στο προσκήνιο του εγχώριου τραπεζικού συστήματος ο Αμερικανός επενδυτής Τζον Πόλσον μέσω της αύξησης του ποσοστού του στην Τράπεζα Πειραιώς στο 18,62%, μετά την ολοκλήρωση ενός ακόμη «κύκλου» αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας ύψους 1,38 δισ. ευρώ. Κάπως έτσι λοιπόν, ο Πόλσον βρέθηκε να βάζει άλλα 267,6 εκατ. ευρώ λαμβάνοντας 232,75 εκατ. μετοχές της Τρ. Πειραιώς μέσω private placement (στο 1,15 ευρώ η μετοχή, άνω άκρου του εύρους) από τις συνολικά 1.020.000.000 που διατέθηκαν στο διεθνές σκέλος.
Ωστόσο, η παρουσία του Πόλσον στην ελληνική επενδυτική σκηνή ξεκίνησε κάποια χρόνια πριν, όταν καταγράφοντας σημαντικές ζημιές μέσω του short credit και των ανοιγμάτων σε πεδία αγορών, άγνωστα προς τον ίδιο, «πείστηκε» από την κυβέρνηση Σαμαρά και τους ξένους συμβούλους να εισχωρήσει στο τραπεζικό σύστημα. Δύο χρόνια μετά την αναδιάρθρωση του χρέους το 2012, με το περίφημο PSI και την παρέμβαση στην αγορά ομολόγων, πολλοί Αμερικανοί επενδυτές και hedge funds βολιδοσκοπούσαν την εγχώρια αγορά που αποτελούσε ένα «hot trend», όπως άλλωστε και το ελληνικό χρέος, αναζητώντας ευκαιρίες για τοποθετήσεις.
Ένα εξ αυτών ήταν και το τότε hedge fund Paulson and Co. που μόλις πέρυσι μετεξελίχθηκε σε family office. Οι διαφορές των δύο σχημάτων είναι αρκετά ευδιάκριτες, με τα συμπεράσματα που προκύπτουν να ιδιαίτερα χρήσιμα για τη συνέχεια. Ένα family office αποτελεί ουσιαστικά, ένα οικογενειακό γραφείο που διαχειρίζεται μόνο τα assets και τις επενδύσεις της οικογένειας (σύζυγοι, άγαμα τέκνα, γονείς) χωρίς να εντάσσονται άλλοι επενδυτές. Αυτό συνεπάγεται πως, οι ζημιές που «έγραφε» το fund του Πόλσον περνούσαν σε ένα βαθμό και στους επενδυτές που ακολουθούσαν τη στρατηγική που χάραζε. Αντιθέτως μετατρέποντάς το σε family office, ο Πόλσον έχει τον πλήρη έλεγχο του «τιμονιού» για το δικό του επενδυτικό όχημα.
Η αρχή λοιπόν, έγινε το 2014 και συνεχίστηκε το 2015 με τον Πόλσον να συμμετέχει στις διαδοχικές ΑΜΚ της Alpha Bank (100.148.001 μετοχές, το 2015) ύψους 1,2 δισ. ευρώ και 2,56 δισ. ευρώ αντίστοιχα, με 330 εκατ. ευρώ, και στην Τράπεζα Πειραιώς μέσω ΑΜΚ ύψους 1,75 δισ. ευρώ και 4,65 δισ. ευρώ, όπου τοποθέτησε 465 εκατ. ευρώ. Κάπως έτσι έφτασε να έχει βάλει 785 εκατ. ευρώ, ελέγχοντας αρχικώς το 7,32% της Alpha Bank και το 9,13% της Τρ. Πειραιώς (798.175.417 μετοχές), διαθέτοντας και warrants (τίτλοι που δίνουν στον επενδυτή το δικαίωμα να πληρώσει την τιμή εξάσκησης για να αποκτήσει μετοχές σε συγκεκριμένο χρόνο) τα οποία δόθηκαν ως «sweeteners» στις ανακεφαλαιοποιήσεις, και αποδείχθηκαν ένα καμένο χαρτί στο χέρια των επενδυτών, αφού οι μετοχές των τραπεζών κατέρρεαν από τα υψηλά επίπεδα του 2014, με διαδοχικά reverse split.
Το «μονοπάτι» που επέλεξε να ακολουθήσει το hedge fund αποδείχθηκε τα επόμενα χρόνια ιδιαίτερα δύσβατο, καθώς οι τράπεζες παρέμειναν εγκλωβισμένες στα capital controls, όπως και η ελληνική οικονομία, ως απόρροια του συμπλέγματος των τριών μνημονίων και των δύο μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων. Κάπως έτσι «εγκλωβίστηκε» και το fund του Πόλσον στις τράπεζες, περνώντας από την ιδέα ενός recovery trade, στην προσπάθεια περιορισμού των ζημιών. Το 2016 προέβη, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, στην πώληση ενός πακέτου μετοχών της Τρ. Πειραιώς, με την απομάκρυνση και του Άνθιμου Θωμόπουλου από τα ηνία της τράπεζας, μένοντας με ένα ποσοστό της τάξεως του 4,61% κατόπιν του τελευταίου reverse split.
Ευρύτερα ωστόσο, η επένδυση των 330 εκατ. ευρώ του fund Paulson & Co. στην Alpha Bank κατέχοντας το 6,48%, αποτιμάται πλέον στα 127,22 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή της μετοχής, στα 1,27 ευρώ. Έτσι το fund, πλέον family office, έχει γράψει μια ζημιά της τάξεως των 172,77 εκατ. ευρώ που κατά πάσα πιθανότητα δε βαραίνει εξ ολοκλήρου τον Τζον Πόλσον.
Από την άλλη, μετά από τρία reverse split στην Τράπεζα Πειραιώς από το 2015 συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου, το ποσοστό του Πόλσον στην τράπεζα υποχώρησε αρχικώς στο 4,61% με βάση τις 50.367.223 μετοχές που διαπραγματεύονται στο ταμπλό. Κατόπιν της ΑΜΚ θα έρθουν να προστεθούν οι 1.200.000.000 νέες μετοχές, σε τιμή spot, δηλαδή στην τιμή κλεισίματος της μετοχής στις 6 Μαΐου. Πέραν αυτού, έχοντας αγοράσει στο 1,15 ευρώ τη μετοχή, με την τιμή στο ταμπλό στο 2,87 ευρώ, συνεπάγεται μια αύξηση της τάξεως (premium) του 147,8% μέχρι στιγμής, ενώ πηγές της εγχώριας αγοράς αναμένουν περαιτέρω ανοδική κίνηση, ειδικά στις πρώτες συνεδριάσεις που θα ακολουθήσουν, μέχρι την εισαγωγή των νέων τίτλων, με το πέρας αυτού του διαστήματος να φανερώνει αρκετά νέα δεδομένα στον τίτλο της μετοχής, καθώς υφίστανται μια ισοδυναμία 23,82/1 νέες επί παλαιές. Ίσως οι τιμές στα παράγωγα να φανερώνουν μια πιο σωστή αποτίμηση της μετοχής. Άγνωστο παρ'όλα αυτά παραμένει, αν κάποιος από τους cornerstone -ειδικά ο Πόλσον- θα επιδιώξει να αγοράσει και δε από το ταμπλό, με το πιο «ακριβό» 2,87 ευρώ και παραπάνω, ή αν θα κινηθεί προς τη γραμμή αγοράς ποσοστών από άλλους μετόχους, μετά το πέρας του lock-up των 90 ημερών. Αντίστοιχα προς την αντίθετη κατεύθυνση μπορεί να κινηθεί και το ΤΧΣ στη στρατηγική αποεπένδυσης από την τράπεζα, ειδικά αν υπάρξει σημαντική άνοδος στον τίτλο της μετοχής, ούτως ώστε να τρέξει ένα διαγωνισμό για ένα ποσοστό που θα κατέχει στην τράπεζα.
Πάντως, σύμφωνα με συμβούλους ξένων οίκων με ισχυρή παρουσία στην εγχώρια αγορά τα προηγούμενα χρόνια, ο Πόλσον φαίνεται να έχει παγιδευτεί στην Πειραιώς, με την τράπεζα να δίνει «μάχη» για την εξυγίανση του ισολογισμού της από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, χτίζοντας ένα νέο επενδυτικό story, όπου σε αυτό ποντάρει και ο ίδιος. Όπως αναφέρουν, η κίνηση του να μπει σε μία ακόμη αύξηση κεφαλαίου, φτάνοντας συνολικά να έχει «κάψει» πάνω από ένα δισ. ευρώ στις δύο συστημικές τράπεζες με αιχμή του δόρατος την Τράπεζα Πειραιώς, αποτελεί μια προσπάθεια να μπορέσει να καλύψει, σε ένα βαθμό, το χαμένο έδαφος, και αυτό πιθανώς να δημιουργήσει προβληματισμούς σε μακροπρόθεσμη βάση. Ωστόσο, το τοπίο παραμένει ομιχλώδες, ειδικά από τη στιγμή που ένας σοβαρός όγκος δανείων βρίσκεται σε καθεστώς μορατόριουμ, ενώ απαιτείται και σημαντικός χρόνος ώστε η αγορά να «χωνέψει» τα «κόκκινα» δάνεια, όπως επισημαίνουν. Από την άλλη κανείς δε θα πρέπει να ξεχνάει πως οι τράπεζες έχουν μπροστά τους και το «ακανθώδες» ζήτημα του DTC (αναβαλλόμενος φόρος) που καθιστά πιο αδύναμα τα κεφάλαιά τους ενώ συνδέεται άμεσα και με τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.