Ο μύθος ότι οι τράπεζες δεν δίνουν δάνεια είναι ακριβώς αυτό: μύθος. Η δουλειά μας είναι να δανείζουμε και ζούμε από τα δάνεια που δίνουμε. Είναι όμως αλήθεια ότι πολλές μικρές επιχειρήσεις δεν πληρούν τα στοιχειώδη τραπεζικά κριτήρια – που είναι αδύνατον βάσει εποπτικών κανόνων να παρακάμψουμε.
Τα παραπάνω ανέφερε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, μιλώντας στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών “H Ελλάδα Μετά».
Αναφερόμενος στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ο κ. Καραβίας είπε ότι είναι σημαντικός ο διαχωρισμός των μεσαίων από τις μικρές επιχειρήσεις. Οι μικρές επιχειρήσεις έχουν δυσμενέστερο προφίλ κινδύνου και χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης και ως εκ τούτου μεγαλύτερη πιθανότητα αθέτησης υποχρεώσεων. Σχετικά με τα αίτια απόρριψης χρηματοδότησης, ο κ. Καραβίας ανέφερε ότι εκτιμάται πως από τις αιτήσεις χρηματοδότησης επιχειρήσεων που απορρίπτονται, ένα ποσοστό αφορά δυσμενή διαβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας (ληξιπροθεσμίες στην αποπληρωμή φορολογικών, ασφαλιστικών και τραπεζικών υποχρεώσεων, ύπαρξη οφειλών κτλ), σε κάποιες περιπτώσεις ο πελάτης παρουσιάζει συνεχόμενες ζημιογόνες οικονομικές χρήσεις ή είναι υπερδανεισμένος ή ο κύκλος εργασιών του είναι απαγορευτικός για χρηματοδότηση, και μόνο ένα μικρό ποσοστό των αιτήσεων απορρίπτεται επειδή η προτεινόμενη επένδυση δεν κρίνεται σκόπιμη ή βιώσιμη.
Οι βιώσιμες ΜΜΕ, όμως, ακόμα κι αυτές που αντιμετωπίζουν προσωρινές δυσκολίες, έχουν πρόσβαση στα προγράμματα των ευρωπαϊκών οργανισμών, τόνισε ο CEO της Eurobank.
Ερωτώμενος σε ποιο βαθμό συμβαδίζουν τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων με τις ανάγκες της οικονομίας για αλλαγή παραγωγικού προτύπου, ο κ. Καραβίας είπε ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν στόχευση και προδιαγραφές. «Αν δεν είχαν, θα έπρεπε τους ίδιους ακριβώς όρους να επιβάλουμε μόνοι μας. Τα κριτήριά του απηχούν τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας: ψηφιακός μετασχηματισμός, πράσινη μετάβαση, εξωστρέφεια, καινοτομία, έρευνα και ανάπτυξη, κατάρτιση κι επανακατάρτιση, συγχωνεύσεις, συνεργασίες και εξαγορές», είπε.
Αναφερόμενος στο ρυθμό πιστωτικής επέκτασης τα επόμενα χρόνια, ο κ. Καραβίας ανέφερε:
Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η ζήτηση θα είναι αυξημένη. Εκτιμάται ότι το σύνολο του τραπεζικού συστήματος θα πετύχει πιστωτική επέκταση 8-10 δις περίπου τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Με την πρόσβασή του στις διεθνείς αγορές, το τραπεζικό σύστημα θα έχει όση ρευστότητα χρειαστεί η οικονομία.
Επιπλέον, υπάρχει και η δεξαμενή των καταθέσεων που αυξάνεται κάθε μήνα. Δεν θα υπάρξει καμία τροχοπέδη στην ανάπτυξη λόγω έλλειψης διαθέσιμων δανειακών πόρων.
O κ. Καραβίας τόνισε ότι το τραπεζικό σύστημα έχει κάνει άλματα και ότι οι τράπεζες δεν είναι βαρίδι για την ανάπτυξη, το ακριβώς αντίθετο.
«H Eurobank πρωταγωνίστησε στην εξυγίανση και, επίσης, στην επιτάχυνσή της. Σε λίγες μέρες θα ανακοινώσουμε δείκτη ΝΡΕ 7,3%, για πρώτη φορά μονοψήφιο σε ελληνική τράπεζα από την έναρξη της κρίσης. Του χρόνου μονοψήφιος θα είναι ο δείκτης και σε επίπεδο συστήματος», είπε.
Ερωτώμενος για την ανάπτυξη και τον κίνδυνο όξυνσης ανισοτήτων στη μετά κορονοϊό εποχή, ο κ. Καραβίας είπε:
Κίνδυνοι πάντοτε υπάρχουν, όπως βλέπουμε την αύξηση των διεθνών τιμών στην ενέργεια, αλλά είναι σημαντικό πως πρόκειται πια για εξωγενείς κινδύνους, που αφορούν όλους και θα αντιμετωπιστούν ως κοινή απειλή, και δεν εντοπίζονται μόνο στην Ελλάδα.
Το ζήτημα των ανισοτήτων έχει πολλές πτυχές. Στην Ελλάδα για παράδειγμα υπάρχει το θέμα της διαγενεακής ανισότητας, που επιδείνωσε δραματικά η δημοσιονομική κατάρρευση και η δεκαετής κρίση. Αλλά και με καθαρά εισοδηματικούς/περιουσιακούς όρους, η έκταση της ανισοκατανομής του πλούτου δημιουργεί ανησυχητικές κοινωνικές και συχνά πολιτικές διαταραχές. Ζούμε μια μεταβατική φάση, στην οποία οι προσαρμογές θα είναι μεγάλης κλίμακας και διάρκειας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ανισότητα που καθίσταται κοινωνικά ανατρεπτική δεν μπορεί να είναι ανεκτή – και σίγουρα όχι στη δική μας ευρωπαϊκή αντίληψη για τη ζωή και τις θεμελιώδεις αξίες της. Αυτό ισχύει ατομικά, ισχύει για τα κράτη και τις κοινωνίες, δηλαδή για τη συλλογική μας έκφραση, και στο πλαίσιο αυτό ισχύει και για τις εταιρείες, ιδιαίτερα τις μεγάλες εταιρείες με την αυξημένη κοινωνική παρουσία και επομένως και ευθύνη.