Παρά το αντίξοο περιβάλλον που δημιούργησε η ενεργειακή κρίση, η ΔΕΗ μέσα στο πρώτο 9μηνο όχι μόνο κατάφερε να διατηρήσει τη λειτουργική της κερδοφορία στα επίπεδα του προηγούμενου έτους, αλλά και να ενισχύσει τις επενδύσεις της κατά 21,5% συγκριτικά με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2020.
Πιο συγκεκριμένα, οι επενδύσεις της εταιρείας ανήλθαν στα 311,3 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 55 εκατ. ευρώ από το εννεάμηνο του 2020. Μάλιστα, μία σημαντική μερίδα αυτών των κεφαλαίων αφορούσαν το δίκτυο διανομής και την υλοποίηση νέων μονάδων ΑΠΕ, δύο δηλαδή από τους στρατηγικούς πυλώνες στους οποίους η εταιρεία πρόκειται να βασίσει τη νέα φάση ανάπτυξή της τα επόμενα χρόνια.
Έτσι, οι επενδύσεις σε έργα επαναληπτικού χαρακτήρα στο δίκτυο διανομής ανήλθαν φέτος στα 152,7 εκατ., σημειώνοντας αύξηση 27,8% από το 9μηνο του 2020, όταν είχαν αγγίξει τα 119,5 εκατ. Μεγαλύτερη σε ποσοστιαία βάση (54,7%) ήταν η ενίσχυση των «πράσινων» επενδύσεων, οι οποίες διαμορφώθηκαν σε 27,7 εκατ. από 17,9 εκατ., δίνοντας έτσι μία πρόγευση από τη μεγέθυνση του CAPEX τα επόμενα χρόνια, με σκοπό την επίτευξη των στόχων που έχει θέσει η εταιρεία στον κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, για την ανάπτυξη ενός «πράσινου» χαρτοφυλακίου 9,5 GW έως το 2026.
Εκτίναξη 37,2% των δαπανών ενεργειακού μίγματος
Η διάθεση των παραπάνω κεφαλαίων έγινε μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, με την άνοδο σε πρωτόγνωρα επίπεδα όλων των ενεργειακών προϊόντων, αλλά και των δικαιωμάτων ρύπων. Ως αποτέλεσμα, οι δαπάνες για υγρά καύσιμα, φυσικό αέριο, στερεά καύσιμα (που παρήγαγε η ίδια η ΔΕΗ ή προμηθεύτηκε από τρίτους), CO2 και αγορές ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκαν κατά 629 εκατ. ευρώ (37,2%) σε σχέση με το εννεάμηνο του 2020.
Έτσι, η δαπάνη για υγρά καύσιμα το εννεάμηνο αυξήθηκε κατά 14,7% στα 410,2 εκατ. σε σχέση με πέρυσι, λόγω της αύξησης των τιμών του μαζούτ (κατά 8,9%) και του diesel (κατά 8,4%) αλλά και της αυξημένης παραγωγής από υγρά καύσιμα. Ακόμη μεγαλύτερη (119,8%) ήταν η δαπάνη για φυσικό αέριο, σε 452,7 εκατ. από 206 εκατ., εξαιτίας της αύξησης των διεθνών τιμών του καυσίμου, αλλά και της ενισχυμένης κατανάλωσης λόγω ηλεκτροπαραγωγής.
Σημαντικά ενισχυμένη ήταν και η δαπάνη για δικαιώματα εκπομπών CO2, η οποία ανήλθε στα 539,4 εκατ. από 263,1 εκατ. το εννεάμηνο του 2020. Βασική αιτία ήταν η αύξηση της μέσης τιμής των δικαιωμάτων, σε 44,3 ευρώ ανά τόνο από από 24,3 ευρώ, ενώ σε μικρότερο βαθμό η ενίσχυση επηρεάστηκε και από την αύξηση των εκπεμπόμενων ρύπων της επιχείρησης κατά 12,1%, λόγω της ενισχυμένης ηλεκτροπαραγωγής.
Στον αντίποδα, μειωμένη ήταν η δαπάνη για αγορά ενέργειας, κατά 113,6 εκατ., λόγω των μικρότερων ποσοτήτων που χρειάστηκε να προμηθευτεί η ΔΕΗ, για να καλύψει τις ανάγκες της καταναλωτικής της βάσης. Ως συνέπεια, ο μικρότερος όγκος αγορών υπεραντιστάθμισε την αύξηση των χονδρεμπορικών τιμών κατά τα δύο πρώτα τρίμηνα. Ωστόσο, στο τρίτο τρίμηνο, η εκτίναξη των χονδρεμπορικών τιμών είχε ως συνέπεια να αυξηθούν κατά 29,9% τα ποσά για αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
«Θωράκιση» μέσω hedging
Παρά την εκτίναξη των παραπάνω δαπανών, σημαντικός λόγος για το γεγονός ότι η ΔΕΗ κατάφερε να διατηρήσει τη λειτουργική κερδοφορία της στα ίδια επίπεδα με πέρυσι (με τα επαναλαμβανόμενα EBITDA να διαμορφώνονται στα 626,5 εκατ. από 696 εκατ.) ήταν η αντιστάθμιση του κινδύνου της διακύμανσης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Έτσι, μέσω του hedging, κατάφερε να «θωρακίσει» τις οικονομικές της επιδόσεις μέσα στις πρωτόγνωρες συνθήκες της ενεργειακής κρίσης.
Παράλληλα, η άνοδος του κύκλου εργασιών κατά 5% (στα 3,698 δισ. ευρώ), συνδυάστηκε με διαφοροποίηση του μίγματος ηλεκτροπαραγωγής. Έτσι, η παραγωγή από υδροηλεκτρικές μονάδες αυξήθηκε κατά 72,5% σε σχέση με το εννεάμηνο 2020, σε μεγάλο βαθμό λόγω των μεγαλύτερων ποσοτήτων υδατικών εισροών στους ταμιευτήρες. Αντίθετα, η συμμετοχή της λιγνιτικής παραγωγής μειώθηκε στο 21% των ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας που προήλθαν από το σύνολο του χαρτοφυλακίου της ΔΕΗ, έναντι 26% που ήταν το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Τέλος, η παραγωγή από τις μονάδες φυσικού αερίου της ΔΕΗ αυξήθηκε κατά 38,2%. Ως συνέπεια, το μερίδιο του καυσίμου κατέλαβε μερίδιο 41% στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ, από 38% πέρυσι.