H Sareb βρίσκεται αντιμέτωπη με την κρατικοποίησή της με ένα βαρύ φορτίο 34 δισ. ευρώ, ύστερα από χρόνια όπου έπλεε σαν τον Τιτανικό, ενώ ήταν γνωστό εξαρχής ότι θα βυθιζόταν.
Με τα ωμά αυτά λόγια, η El Pais περιγράφει το φιάσκο της ισπανικής bad bank που επί χρόνια έκανε το μοντέλο των bad banks να φαίνεται ως η λύση στο πρόβλημα των κόκκινων δανείων, και που τελικά αποδείχτηκε πως το μοντέλο ήταν απλά ο «σκουπιδοτενεκές» για πάσης φύσεως δάνεια, ενέχυρα, αποτιμήσεις και αδιαφανείς διαδικασίες που στοιχίζουν ακριβά στους φορολογούμενους.
Ο πάταγος της αποκαθήλωσης της Sareb και μαζί με αυτήν του μοντέλου των bad banks, είναι εκκωφαντικός και επίπονος για τους Ισπανούς, αναμενόμενος για τους ιθύνοντες Βρυξελλών και Φρανκφούρτης που αρνήθηκαν να επαναλάβουν τους ακριβούς πειραματισμούς των bad banks την τελευταία δεκαετία και ανακουφιστικός για την Ελλάδα και τις επιλογές της κυβέρνησης να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο για την αντιμετώπιση των NPLs (την ιταλική οδό των GAGS, προσαρμοσμένη στην έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας).
Έτσι σήμερα η Ελλάδα, μέσω του Ελληνικού Σχήματος Προστασίας Ενεργητικού «Ηρακλής» και εντός μιας διετίας, καταφέρνει φέτος μονοψήφιο δείκτη κόκκινων δανείων για όλες τις τράπεζες, χωρίς καμία επιβάρυνση των Ελλήνων φορολογούμενων και με λύση διαφανή και αποδεκτή από τις αγορές.
Όπως γράφει η El Pais της Κυριακής 30 Ιανουαρίου και ο δημοσιογράφος Enric Gonzalez, το όνομα με το οποίο έγινε γνωστό το ίδρυμα – bad bank – δίνει μια αρκετά σαφή ιδέα για τα χαρακτηριστικά του. Όπως λέει, η Sociedad de Gestión de Activos Procedentes de la Reestructuración Bancaria (Sareb), που ιδρύθηκε το 2012, είναι το γιγάντιο απόστημα ακινήτων που άφησε η Μεγάλη Ύφεση του 2008 στον ισπανικό χρηματοπιστωτικό τομέα. Η Sareb θα περάσει στα χέρια του κράτους τις επόμενες εβδομάδες και μαζί της χρέος 34 δισ. ευρώ. «Για σχεδόν μια δεκαετία, σχεδόν όλα όσα θα μπορούσαν να πάνε στραβά έχουν πάει στραβά για την κακή τράπεζα. Αλλά οι διευθυντές της δηλώνουν βέβαιοι ότι όταν η Sareb εκκαθαριστεί το 2027, το τελικό χρέος θα είναι σημαντικά μικρότερο, περίπου 10 δισ. ευρώ», γράφει ο Gonzalez, εξιστορώντας το «ταξίδι» της Sareb με πηγές τους βασικούς πρωταγωνιστές της. «Κανένας από αυτούς δεν ήθελε να δημοσιευθεί το όνομά του. Υποστηρίζουν ότι η κατάσταση είναι ρευστή και ότι η επικείμενη κρατικοποίηση -το Δημόσιο προσφέρθηκε να πάρει το 100% της bad bank έναντι συμβολικής τιμής 195 ευρώ- τους επιβάλει να είναι διακριτικοί. Η επιθυμία για ανωνυμία ίσως είναι επίσης λόγω του ότι το θέμα Sareb δημιουργεί αμηχανία», γράφει ο δημοσιογράφος.
«Αυτή είναι η ιστορία μιας τράπεζας που, λόγω των ιδιόμορφων χαρακτηριστικών της, γεννήθηκε ανάπηρη και έζησε σχεδόν μόνιμα σε τεχνική χρεοκοπία. Είναι ό,τι απομένει από τη μεγάλη φούσκα των ακινήτων, το ναυάγιο των ταμιευτηρίων και μια τρομερή τραπεζική κρίση».
Έτσι ξεκινά το δημοσίευμα της El Pais την αναδρομή στο παρελθόν της πολυδιαφημισμένης Sareb, η οποία καταλήγει στο ζοφερό παρόν και μέλλον της.
Ο «απόπλους» του «Τιτανικού» της Sareb έγινε το 2012. Ο Μαριάνο Ραχόι μόλις είχε σχηματίσει κυβέρνηση και η κρίση μαινόταν. Στις 18 Ιανουαρίου του ίδιου έτους, ο Rajoy και ο υπουργός Οικονομικών του, Luis de Guindos, υπό την πίεση των Βρυξελλών και του ΔΝΤ, δημιούργησαν μια οντότητα για να απορροφήσει τα πιο τοξικά περιουσιακά στοιχεία των ταμιευτηρίων και να καθαρίσει τους ισολογισμούς τους. Αυτή ήταν η Sareb, μια τράπεζα φτιαγμένη από σκουπίδια. Μια τεράστια τρύπα αποτελούμενη από περίπου 200.000 περιουσιακά στοιχεία, το 80% των οποίων ήταν δάνεια σε κατασκευαστές ακινήτων που ήταν δύσκολο να ανακτηθούν και το υπόλοιπο 20%, ακίνητα και οικόπεδα που ήταν δύσκολο να πουληθούν. «Για να το θέσω σε απλή γλώσσα: οικιστικά συγκροτήματα σε θαμνώδεις εκτάσεις, παραλιακές βίλες μακριά από την παραλία, μισοχτισμένα διαμερίσματα στα κουφώματα. Υπήρχαν δάνεια με ενέχυρα σε περιουσιακά στοιχεία τόσο περίεργα όσο ένα νεκροταφείο ή ένα φυσικό πάρκο. Όλα αυτά αποτιμήθηκαν στα 50,781 δις. ευρώ. Εκεί προέκυψε το πρώτο πρόβλημα: τα σκουπίδια ήταν πολύ ακριβά», γράφει o δημοσιογράφος της El Pais.
Ήταν η Τράπεζα της Ισπανίας, με βάση τις εκτιμήσεις της εταιρείας συμβούλων Oliver Wyman, που καθόρισε την τιμή (σ.σ. για τις μεταβιβάσεις των δανείων στην Sareb). Σε αντίθεση με άλλες κακές τράπεζες, όπως η ιρλανδική τράπεζα (σ.σ. NAMA), η οποία ρευστοποίησε το χρέος της το 2020, η ισπανική bad bank δεν μπορούσε να επιλέξει τι θα κρατήσει ή πόσα θα πλήρωνε.
Όσοι εμπλέκονταν στη διαδικασία παραδέχονται ότι η αποτίμηση ήταν επιζήμια για τη Sareb, αλλά υποστηρίζουν ότι αναζητήθηκε μια ευνοϊκή τιμή για τα ιδρύματα που απαλλάσσονταν από τα σκουπίδια ακίνητης περιουσίας επειδή, διαφορετικά, το κόστος της διάσωσης της τράπεζας για τον φορολογούμενο (εκτιμάται περίπου σε 66 δις., χωρίς να υπολογίζεται το κόστος για τη λειτουργία της κακής τράπεζας) θα ήταν ακόμη υψηλότερα.
Ο πρώην υπουργός Λουίς ντε Γκίντος, νυν αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, έχει παραδεχτεί πολλές φορές ότι στόχος ήταν να «αγοραστεί χρόνος» σε μια εποχή που τα ταμεία του Υπουργείου Οικονομικών ήταν άδεια και υπήρχε κίνδυνος κατάρρευσης του ευρώ. Ένας άλλος στόχος ήταν να μην επιβαρυνθεί υπερβολικά το δημόσιο χρέος, έτσι η Sareb σχεδιάστηκε ως ιδιωτική οντότητα: τράπεζες όπως η Santander και η CaixaBank, ασφαλιστικές εταιρείες και μια εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας συνεισέφεραν το 54% του κεφαλαίου, ενώ 46% ήταν στα χέρια της δημόσιας εταιρείας Fondo de Reestructuración Ordenada Bancaria (FROB). Αυτό ήταν τεχνητό, γιατί η Sareb εξέδωσε ομόλογα 50,781 δισ. ευρώ και αυτό το χρέος ήταν εγγυημένο από το κράτος. Αυτό έγινε, όπως υποστηρίζουν οι ιδρυτές, ώστε η Sareb να πάει στην ΕΚΤ και να εισπράξει αμέσως ολόκληρο το ποσό.
«Εν ολίγοις, η bad bank ξεκίνησε με κεφάλαιο μικρότερο από 5 δισ. ευρώ και χρέος (τελικά εγγυημένο από τον φορολογούμενο) άνω των 50 δισ. ευρώ. Το μεγάλο ερώτημα ήταν πόσα από αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να ανακτηθούν από την πώληση περιουσιακών στοιχείων που σχεδόν δεν μπορούν να πωληθούν», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Και συνεχίζει το δημοσίευμα:
«Η Sareb έμοιαζε με Τιτανικό που απέπλευσε γνωρίζοντας ότι επρόκειτο να βυθιστεί. Η αποστολή του καπετάνιου ήταν να σώσει όσο το δυνατόν περισσότερους επιβάτες. Αρκετοί συνομιλητές (σ.σ. του E.Gonzalez) παραδέχονται ότι η σύγκριση θα μπορούσε να ισχύει. Αυτός ο Τιτανικός, που απέπλευσε όντας σε κακή κατάσταση, σύντομα είχε διαρροή. Η πρώτη πρόεδρος της Sareb, Belén Romana (τώρα διευθύντρια της Banco Santander), αποφάσισε να ασφαλίσει την Sareb έναντι πιθανής αύξησης των επιτοκίων μέσω swap που υπέγραψε με πολλές από τις τράπεζες μετόχους της bad bank. Εάν τα επιτόκια αυξάνονταν, οι τράπεζες θα έχαναν. Αν έπεφταν, θα έχανε η Sareb έχανε. Και η Sareb έχασε. Όταν έγινε το swap, το 2013, το ελάχιστο επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν 0,5%. Η Sareb δέχτηκε ένα σταθερό επιτόκιο κοντά στο 1% ετησίως. Τα επιτόκια μειώθηκαν στο μηδέν. Η κακή τράπεζα, και τελικά ο φορολογούμενος, έχασε περισσότερα από 3 δισ. ευρώ με την επιχείρηση», αναφέρει το δημοσίευμα, προσθέτοντας το σχόλιο του Francisco González Paz, διευθυντή επικοινωνίας της Sareb: «Οποιαδήποτε αύξηση των επιτοκίων θα μας είχε χρεοκοπήσει λίγο μετά τη γέννησή μας. Το swap ήταν λογικό».
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που ακολούθησε, η Sareb συσσώρευε απώλειες. Ξεκίνησαν από 261 εκατ. ευρώ το 2013 και αυξάνονταν, φτάνοντας το 2020 τα 1,073 δισ. ευρώ. Ενόψει της τρύπας, η κυβέρνηση έπρεπε να εκδώσει ένα διάταγμα που να επιτρέπει στην Sareb να λειτουργεί με αρνητικό κεφάλαιο. «Υπό κανονικές συνθήκες, μια ανεξέλεγκτη καταστροφή».
Στη συνέχεια, η Sareb προσπάθησε να ανακτήσει όσα μπορούσε από τα κόκκινα δάνεια και να μειώσει τις ζημιές της, ακολουθώντας μία δική της στρατηγική. Σε αντίθεση με άλλες κακές τράπεζες που δεν ήταν τόσο κακές όσο η ισπανική, η Sareb επέλεξε να μην ρευστοποιήσει το χαρτοφυλάκιό της με μία ή περισσότερες πωλήσεις στα λεγόμενα vulture funds (πράγμα που θα σήμαινε ότι θα έπαιρνε μια μεγάλη ζημιά για να κλείσει και να ξεχάσει το πρόβλημα) και αντ' αυτού να γίνει επιχείρηση λιανικής. Να ανακτήσει μέσω των δικαστηρίων τα σπίτια και τη γη που αποτελούσαν εξασφαλίσεις σε απλήρωτα δάνεια (πράγμα που είχε ετήσιο κόστος σε δικηγόρους, συμβολαιογράφους και λοιπούς περίπου 26 εκατ. ευρώ) και να τα πουλήσει σε ιδιώτες.
Τη στρατηγική αυτή διορίστηκε για να υλοποιήσει, ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Sareb, ο Javier García del Río, ο οποίος ήταν ήδη υπεύθυνος για θέματα ακίνητης περιουσίας στην Banco Sabadell.
Το 2021, η Sareb πούλησε 22.284 ακίνητα. Μακροπρόθεσμα, αναφέρουν στον δημοσιογράφο της El Pais τα ίδια στελέχη, αυτό είναι το πιο κερδοφόρο και αυτό που θα μειώσει περισσότερο το χρέος, αρχικά στα 50 δισ. ευρώ και τώρα κοντά στα 34 δισ. ευρώ.
Υπάρχει όμως μία μεταβλητή που δεν έχει ξεκαθαρίσει. Εδώ και αρκετά χρόνια, η Sareb παραχωρεί ακίνητα σε δημοτικά συμβούλια και αυτόνομες κοινότητες για χρήση ως κοινωνική κατοικία. Μέχρι στιγμής είναι γύρω στα 3.000 ακίνητα (κοινωνικές κατοικίες), για τα οποία οι δημόσιοι φορείς πληρώνουν ενοίκιο από 75 έως 125 ευρώ. Στόχος είναι να φτάσουν τα 15.000 ακίνητα – κοινωνικές κατοικίες, αν και η επικείμενη κρατικοποίηση της Sareb υποδηλώνει ότι θα δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην κοινωνική στέγαση και ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί.
Αυτά τα σπίτια θα συνεχίσουν να ανήκουν στην Sareb, αλλά τι θα γίνει με αυτά το 2027, όταν η bad bank θα κλείσει τις πόρτες της; Αυτό μένει να φανεί. Οι διευθυντές της bad bank είναι πεπεισμένοι ότι το 2027 θα έχουν καταφέρει να μειώσουν το χρέος της Sareb στα 10 δισ. ευρώ, στα οποία θα πρέπει να προστεθούν και άλλες ζημίες που ενδέχεται να δημιουργηθούν.
Όπως φαίνεται, η Sareb έχει βρεθεί να κάνει οικιστική ανάπτυξη, ελπίζοντας μέχρι το 2027 να μειώσει τις ζημιές που θα επωμιστεί ο Ισπανός φορολογούμενος στα 10 δισ. ευρώ.
Σημειωτέον ότι όλο αυτό το «μπερδεμένο κουβάρι» τη στιγμή που η Sareb είχε δημιουργηθεί και με πλειοψηφικά ιδιωτικά κεφάλαια προκειμένου να μην επιβαρύνει υπερβολικά το χρέος του Δημοσίου.
Μπορεί κανείς να φανταστεί ποια θα ήταν η τύχη ενός αντίστοιχου εγχειρήματος bad bank στην Ελλάδα, τη στιγμή μάλιστα που προτεινόταν να συσταθεί και με κεφάλαια του Δημοσίου…