Εβδομάδα «ειδικού βάρους» για τις τράπεζες είναι αυτή στην οποία εισερχόμαστε, καθώς μετά τα στοιχεία της Εurostat για τον πληθωρισμό που έχει ανοίξει ανησυχητικά τον βηματισμό του και τον αναμενόμενο «χρησμό» της ΕΚΤ για την εφεξής νομισματική πολιτική, οι τράπεζες βρίσκονται αντιμέτωπες με ισχυρές προκλήσεις.
Το στίγμα των προκλήσεων αυτών αναμένεται να δώσουν οι τράπεζες με τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων της χρήσης 2021, τις οποίες ξεκινά η Eurobank στις 10 Μαρτίου.
Στο περιβάλλον που διαμορφώνεται με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη διάρκεια του πολέμου να εξαρτάται - μέχρι στιγμής - από το πότε η διαπραγμάτευση για την κατάπαυση του πυρός θα ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα της Ρωσίας, η οικονομία και συνακόλουθα οι τράπεζες κινούνται στην αβεβαιότητα. Η αβεβαιότητα αυτή προφανώς ανακόπτει τον ρυθμό της υλοποίησης επιχειρηματικών πλάνων και έρχεται να προστεθεί:
α) στο άλμα του πληθωρισμού, το οποίο είναι συνέπεια του πολέμου και της υποδαύλισης της ενεργειακής κρίσης, αλλά και
β) του φρένου που αναμένεται να βάλει η ΕΚΤ στην ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής.
O μεν πληθωρισμός βάζει «φωτιά» στο εισόδημα των νοικοκυριών και πυροδοτεί τις ανησυχίες για πιθανό εκτροχιασμό των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η δε ΕΚΤ, που αναμένεται να καθυστερήσει την επιστροφή σε σταδιακά υψηλότερα επιτόκια, ματαιώνει τις προσδοκίες των τραπεζών για αύξηση των επιτοκιακών τους εσόδων και συνακόλουθα της κερδοφορίας τους.
Την προηγούμενη εβδομάδα τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν από την Eurostat για τον πληθωρισμό έδειξαν άνοδό του στο 6,3% τον Φεβρουάριο σε ετήσια βάση, από 5,5% τον Ιανουάριο. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν μεγαλύτερος σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, όπου οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν στο 5,8% έναντι 5,1% τον Ιανουάριο.
Η αύξηση του πληθωρισμού, με άλμα τιμών σε ενέργεια και τρόφιμα, είναι προφανές ότι θα ανακόψει τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, με την άνοδο του ΑΕΠ 8,3% που πέτυχε η Ελλάδα το 2021, να περικόπτεται σημαντικά το τρέχον έτος. Ήδη, η πρώτη, προσωρινή, πρόβλεψη από πλευράς ΕΕ, όπως τη μετέφερε την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, κάνει λόγο για επιβράδυνση κατά 1% στο φετινό ρυθμό ανάπτυξης.
Τα παραπάνω δημιουργούν έντονες ανησυχίες στις τράπεζες για το κατά πόσον θα μπορέσει να συγκρατηθεί η αύξηση των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Όπως έγραψε το insider.gr, οι τράπεζες βρίσκονται σε «πολεμική ετοιμότητα» για νέα κόκκινα δάνεια και προβλέπουν ότι συνολικά το 2022 θα είναι ένα δύσκολο έτος. Μέχρι στιγμής, πάντως, δεν έχουν σημειωθεί «αρρυθμίες» στην ομαλή αποπληρωμή δανείων, τέτοιες που να δείχνουν νέα «έκρηξη» των NPLs. Σημειώνεται ότι η άνοδος του πληθωρισμού, ήδη πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, είχε «χτυπήσει» καμπανάκι στις τράπεζες, στρέφοντας την προσοχή τους στα ρυθμισμένα δάνεια.
Πέρα από την πρόκληση των νέων κόκκινων δανείων, οι τράπεζες βρίσκονται αντιμέτωπες και με την πρόκληση του «τέλματος» στα επιτοκιακά τους έσοδα.
Το 2022 μπήκε για τις αγορές και τις τράπεζες με το «σήμα» ανόδου των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες θα έθεταν τέλος στη χαλαρή νομισματική πολιτική που είχαν εφαρμόσει για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την πρωτόγνωρη κρίσης της πανδημίας του Covid-19. Η προοπτική αυτή ωθούσε ανοδικά τις τιμές στα χρηματιστήρια και έφερνε θετικά στο προσκήνιο τον τραπεζικό κλάδο. Όπως έγραφε το insider.gr, το γεγονός ότι και η ΕΚΤ δια στόματος της Κριστίν Λαγκάρντ είχε δώσει το μήνυμα για απομάκρυνση από το περιβάλλον των αρνητικών επιτοκίων, που θα οδηγούσε σε άνοδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων και σε εξομάλυνση της επιτοκιακής καμπύλης, σηματοδοτούσε θετική επίπτωση στο spread καταθέσεων – δανείων των τραπεζών. Το spread αυτό ευημερεί όσο τα επιτόκια για κοντινές διάρκειες είναι χαμηλά (γιατί με αυτά τα επιτόκια τιμολογούνται οι καταθέσεις) και αντίστοιχα, όσο τα επιτόκια για τις μακροπρόθεσμες διάρκειες είναι υψηλότερα (γιατί με αυτά τα επιτόκια τιμολογούνται τα δάνεια). Επομένως, με την άνοδο των επιτοκίων οι τράπεζες προσδοκούσαν σε σημαντική αύξηση του επιτοκιακού περιθωρίου, των επιτοκιακών εσόδων και και κατ΄ επέκταση της κερδοφορίας τους.
Η προοπτική αυτή ανατρέπεται πλέον από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αφού η ΕΚΤ θα πρέπει να κινηθεί και πάλι, μετά την πανδημία, υποστηρικτικά στο σύστημα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της νέας κρίσης.
Την περασμένη εβδομάδα, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, είπε ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να λάβει όποια δράση χρειάζεται για να εκπληρώσει τις ευθύνες της, διασφαλίζοντας τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη. Ήδη και πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα μηνύματα από το μέτωπο του πληθωρισμού άρχισαν να «ψαλιδίζουν» τις προσδοκίες για το τέλος της χαλαρής νομισματικής πολιτικής (σημειώνεται ότι η αγορά ανέμενε ίσως και δύο αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ εντός του 2022). Πλέον, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η ρητορική μελών της ΕΚΤ – επικεφαλής εθνικών κεντρικών τραπεζών, προϊδεάζει ότι η ΕΚΤ αναγκάζεται να διατηρήσει την παροχή του φθηνού χρήματος για κάποιο διάστημα ακόμη και δεν θα προβεί σε αυξήσεις επιτοκίων.