Σε μερική αναθεώρηση των συστάσεων και των τιμών στόχων για τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών προχώρησε η Morgan Stanley, καθώς η πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία επηρεάζει ευρύτερα τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ευρωζώνης.
Όπως σημειώνει ο αμερικανικός οίκος, οι ελληνικές τράπεζες είναι λιγότερο άμεσα εκτεθειμένες στη Ρωσία και την Ουκρανία, με τους κινδύνους ωστόσο να προέρχονται κυρίως από την επιβράδυνση στην Ευρώπη. Εκτός από μια σημαντική επιβράδυνση στα μακροοικονομικά, η Morgan Stanley εκτιμά ότι η ανάκαμψη των εγχώριων μακροοικονομικών μεγεθών θα συνεχιστεί από μια χαμηλή βάση, υποστηριζόμενη από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και τις υποεπενδύσεις που καταγράφηκαν κατά την τελευταία δεκαετία. Ενώ ο υψηλός πληθωρισμός εγκυμονεί κινδύνους ως προς την ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών, σημειώνει, ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε έναν κύκλο απομόχλευσης κατά την τελευταία δεκαετία.
Ο αμερικανικός οίκος προχωρά σε μείωση της αύξησης της δανειοδοτικής ικανότητας των ελληνικών τραπεζών (~4% CAGR 2021 - 2024 έναντι ~6% προηγουμένως) για να εντάξει το πιο «αργό» μακροοικονομικό περιβάλλον σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις του και αυξάνει οριακά το κόστος κινδύνου, το οποίο αντανακλά τις ήδη συντηρητικές του εκτιμήσεις έναντι των στόχων των διοικήσεων των τραπεζών.
Έτσι, η Morgan Stanley θέτει σύσταση «overweight» για τον τίτλο της Eurobank με τιμή στόχο στα 1,20 ευρώ (αμετάβλητη), «equalweight» για την Alpha Bank με μείωση της τιμής στόχου στα 1,40 ευρώ από 1,60 ευρώ προηγουμένως, ενώ προχωρά σε υποβάθμιση της σύστασης για την Τράπεζα Πειραιώς σε «underweight» από «equalweight» με τιμή στόχο στα 1,60 ευρώ από τα 1,70 ευρώ.
Η υποβάθμιση σε «underweight» για την Τράπεζα Πειραιώς αντανακλά τη σχετική προτίμηση στις άλλες δύο ελληνικές τράπεζες. Η υποβάθμιση αντικατοπτρίζει: 1) τα χαμηλότερα κεφαλαιακά όρια στην Πειραιώς σε σύγκριση με τις άλλες τράπεζες και την υψηλότερη κεφαλαιακή έκθεση στη διεύρυνση των spreads των κρατικών ομολόγων, 2) το track record της διοίκησης σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τράπεζες, η οποία υποδηλώνει ότι η Πειραιώς μπορεί να είναι πιο ευάλωτη, εάν τα μακροοικονομικά μεγέθη είναι χειρότερα από το αναμενόμενο.
Παράλληλα, προχωρά σε επί τα χείρω αναθεώρηση των εκτιμήσεών της για τα EPS για τη χρονική περίοδο 2022 - 2024 και πιο συγκεκριμένα κατά 4% - 6% - 7% για την Alpha Bank, κατά 1% (θετικό) - 5% - 6% για τη Eurobank και κατά 14% - 10% - 6% για την Τράπεζα Πειραιώς.
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, η άμεση έκθεση της ελληνικής οικονομίας στη Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένη, με μόλις το 1% περίπου των τουριστών να προέρχονται από τις χώρες αυτές. Ωστόσο, το 20% περίπου του πετρελαίου και το 40% του φυσικού αερίου στην Ελλάδα προέρχεται από τη Ρωσία. Σύμφωνα με τις συζητήσεις που είχε η M.S με τις τράπεζες, πριν από τον πόλεμο, οι αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αναμένονταν να είναι στο εύρος του 5% - 5,5%, με προσδοκίες πλέον να είναι κοντά στο 3%, σύμφωνα με τις διοικήσεις των τραπεζών. Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό βρίσκονταν στο 7% πριν από τον πόλεμο, με τον πληθωρισμό να αναμένεται πλέον να περάσει σε διψήφιο ποσοστό.
Τα γεωπολιτικά γεγονότα αναμένεται να επηρεάσουν μέσω: (1) της αβεβαιότητας που καθυστερεί τις επενδύσεις των εταιρειών και (2) της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω του υψηλού πληθωρισμού, αν και αυτό αντισταθμίζεται εν μέρει από τις καταθέσεις που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Μέχρι στιγμής, η ζήτηση δανείων παραμένει ανθεκτική και η όποια αδυναμία μπορεί να αντισταθμιστεί. Η Alpha Bank για παράδειγμα επισημαίνει ότι έχουν ήδη εκταμιευθεί επιχειρηματικά δάνεια ύψους 1 δισ. ευρώ φέτος και ακόμη 1 δισ. που έχουν συναφθεί, με το guidance για καθαρή πιστωτική επέκταση άνω των 2 δισ. ευρώ για φέτος. Σύμφωνα με τις τράπεζες, η αδυναμία στη ζήτηση δανείων για επενδύσεις είναι πιθανό να αντισταθμιστεί με την υψηλότερη ζήτηση για δάνεια κεφαλαίου κίνησης και τη στροφή από τα εταιρικά ομόλογα στα τραπεζικά δάνεια. Επιπλέον, από το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και έπειτα, τα κονδύλια που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ και τα έργα, αναμένεται να αποτελέσουν τον «οδηγό» ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια.
Ως προς του κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού, η Morgan Stanley επισημαίνει πως συνδέονται με την ασθενέστερη ανάπτυξη και τον υψηλότερο πληθωρισμό. Ωστόσο, εκτιμά ότι αυτός ο κύκλος είναι πιθανό να συναντήσει μια χαμηλότερη προβληματική ως προς την ποιότητα του ενεργητικού σε σύγκριση με το παρελθόν εξαιτίας: 1) της απομόχλευσης στην πανδημία: Μεταξύ 2005 - 2008, η αύξηση των δανείων στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο ήταν 15 - 22% CAGR για τα νοικοκυριά και τα εταιρικά δάνεια. Αυτό είχε οδηγήσει σε αύξηση των επιπέδων επιβάρυνσης του χρέους των νοικοκυριών σε περίπου 120% από περίπου 60% το 2005. Κατά την τελευταία δεκαετία απομόχλευσης, καταγράφηκε μια αρνητική αύξηση των δανείων της τάξης του 6% - 7% για δάνεια προς τα νοικοκυριά αλλά και για τα εταιρικά - επιχειρηματικά. Τα επίπεδα χρέους τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών είναι χαμηλότερα αυτή τη φορά. 2) πιο συντηρητικών πολιτικών διαχείρισης και δανεισμού: Σύμφωνα με τις συζητήσεις της Morgan Stanley με τις διοικήσεις, τα κριτήρια δανεισμού των ελληνικών τραπεζών έχουν γίνει πιο αυστηρά μετά την τελευταία δεκαετία των κρίσεων, με καλύτερα συστήματα πιστοληπτικής ικανότητας.