Με τον πόλεμο των δασμών να κινείται ακόμη σε αχαρτογράφητα νερά όσον αφορά στις επιπτώσεις που θα δεχτεί η οικονομία της Ευρωζώνης και κατ' επέκταση της Ελλάδας, η αναμενόμενη υψηλότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και η μείωση του επιπέδου των βασικών επιτοκίων του ευρώ κατά τη διάρκεια του 2025, προδιαγράφουν θετικές προοπτικές για την εξέλιξη της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Η άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας υποστήριξε τη ζήτηση χορηγήσεων το 2024. Όπως αναφέρει η Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ, η τραπεζική χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις κατέγραψε διψήφιους ετήσιους ρυθμούς αύξησης κατά τη διάρκεια του 2024 (Ιανουάριος 2025: 15,9%, Δεκέμβριος 2024: 13,8%, μέσος όρος 2023: 6,5%) και τα νέα δάνεια τακτής λήξης προς επιχειρήσεις ανήλθαν κατά μέσο όρο το 2024 σε 2 δισ. ευρώ το μήνα, έναντι 1,4 δισ. ευρώ το 2023. Τα 3/4 της ροής αυτής αφορούσαν νέα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (1,5 δισ. ευρώ, 2023: 1,0 δισ. ευρώ). Η υπολειπόμενη ροή επιχειρηματικών δανείων, η οποία κατευθύνθηκε προς τις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις (495 εκατ. ευρώ), ενισχύθηκε κατά 25,2% σε σύγκριση με το 2023.
Τα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας αναπτυξιακών φορέων υποστήριξαν και το 2024 την τραπεζική πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις και ιδιαίτερα προς τις μικρομεσαίες, όπως και τα τραπεζικά δάνεια τα οποία εντάσσονται στο Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Ειδικότερα, οι νέες χορηγήσεις μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων του Ομίλου ΕΤΕπ και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας αυξήθηκαν σημαντικά το περασμένο έτος σε 4,7% του υπολοίπου των επιχειρηματικών δανείων (συμπεριλαμβανομένων των ελεύθερων επαγγελματιών) από 2,8% το 2023. Επίσης, ενισχύθηκε η συμβολή των δανείων τα οποία εντάσσονται στον RRF στις νέες τραπεζικές χορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις.
Όσον αφορά τα τραπεζικά δάνεια προς τα νοικοκυριά, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανόδου του υπολοίπου της καταναλωτικής πίστης ενισχύθηκε σε 5,5% το 2024, από 2,0% το 2023, ενώ ο μέσος ρυθμός μεταβολής των στεγαστικών δανείων έγινε λιγότερο αρνητικός και διαμορφώθηκε σε -2,9%, έναντι -3,7% το 2023 (Ιανουάριος 2025: καταναλωτική πίστη: 6,0%, στεγαστικά δάνεια: -2,5%). Η μηνιαία ακαθάριστη ροή των καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας ήταν 145 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο το 2024, αυξημένη κατά 34% έναντι του 2023, και παρέμεινε υψηλότερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη ροή των δανείων για αγορά κατοικίας. Η ακαθάριστη ροή των στεγαστικών δανείων επίσης αυξήθηκε κατά 20,4% σε 119 εκατ. ευρώ από 99 εκατ. ευρώ το 2023.
Η μείωση των στεγαστικών επιτοκίων κατά το 2024 εκτιμάται ότι δεν πρόλαβε ακόμη να επιδράσει πλήρως στη ζήτηση στεγαστικών δανείων. Επιπλέον, τα τελευταία έτη – αρχικά την περίοδο της πανδημίας και ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια του ανοδικού κύκλου των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ – έχει αυξηθεί, και παραμένει υψηλό, το ποσοστό των νέων δανείων με σταθερό επιτόκιο (ως προς το σύνολο των νέων στεγαστικών δανείων), περιορίζοντας περαιτέρω έως ένα βαθμό την αναμενόμενη επίδραση της πτωτικής τάσης των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων (μέσος όρος 2011-2019: 15%, μέσος όρος Ιουλίου 2022-Δεκεμβρίου 2024: 68%).
Όπως σημειώνει η Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ, υψηλό ποσοστό απορρόφησης καταγράφηκε το 2024 για τα στεγαστικά δάνεια του προγράμματος «Σπίτι μου» (με νέες συμβάσεις ύψους 0,7 δισ. ευρώ σωρευτικά κατά τη διάρκειά του, τον Απρίλιο 2023- Ιανουάριο 2025), τα οποία καλύφθηκαν κατά 25% από πόρους των τραπεζών, καθώς το 75% του ποσού που διοχετεύθηκε προς δανειολήπτες ήταν δημόσια κονδύλια. Η διάθεση πόρων μέσω του εν λόγω προγράμματος από τη μία πλευρά ενίσχυσε τη συνολική ζήτηση για στεγαστικά δάνεια εκ μέρους των νοικοκυριών, από την άλλη πλευρά ενδεχομένως υποκατέστησε ταυτόχρονα μέρος της ζήτησης για τραπεζικά στεγαστικά δάνεια (με αποκλειστικά τραπεζικούς πόρους).