Το 43% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων επενδύουν σε μέτρα για το κλίμα και ακόμη περισσότερες σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις αυτού του είδους, σύμφωνα με την τελευταία Έρευνα Επενδύσεων της ΕΤΕπ (EIBIS).
Το μερίδιο των εταιρειών οι οποίες επένδυσαν σε μέτρα για το κλίμα εντός του 2021 ήταν οριακά πιο χαμηλό από το 45% που καταγράφτηκε το 2020. Αυτό ενδέχεται να οφείλεται στις επιπτώσεις που είχε η πανδημία COVID-19 στα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων.
Σε ό,τι αφορά το μέλλον, ωστόσο, το 46% των επιχειρήσεων της ΕΕ αναφέρει ότι σχεδιάζει να κάνει τέτοιες επενδύσεις, ποσοστό που συνιστά σημαντική αύξηση σε σύγκριση με το 38% που καταγράφτηκε το 2020.
Οι εταιρείες στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη πρωτοστατούν στις επενδύσεις και κερδίζουν διαρκώς δυναμική. Στην Ολλανδία, το 68% των επιχειρήσεων έχει ήδη επενδύσει σε μέτρα για την κλιματική αλλαγή και το 63% σχεδιάζει να επενδύσει για πρώτη φορά. Το μερίδιο των επιχειρήσεων που κάνουν επενδύσεις για το κλίμα είναι επίσης υψηλό στη Φινλανδία και τη Δανία.
Στο άλλο άκρο του φάσματος βρίσκεται η Ελλάδα, όπου μόνο το 27% σχεδιάζει να επενδύσει σε τέτοια μέτρα, ενώ το 17% έχει ήδη επενδύσει. Η Κύπρος και η Ιρλανδία παρουσιάζουν ακόμη χαμηλότερα ποσοστά ως προς το μερίδιο των εταιρειών που επενδύουν, αλλά υψηλότερα ποσοστά (περίπου 40%) ως προς τις επιχειρήσεις που αναφέρουν ότι σχεδιάζουν να κάνουν επενδύσεις στο μέλλον.
Η Ελλάδα και η Κύπρος συγκαταλέγονται επίσης στις χώρες της ΕΕ με το χαμηλότερο μερίδιο εταιρειών που επενδύουν στην ενεργειακή απόδοση: τα ποσοστά και των δύο κυμαίνονται περίπου στο 25%. Η έρευνα εντοπίζει πολλούς παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να απομακρύνουν την εστίαση των εταιρειών από τις επενδύσεις για το κλίμα.
Οι ελληνικές και οι κυπριακές επιχειρήσεις είναι πιο πιθανό (σε ποσοστό άνω του 80%) να θεωρούν ότι το ενεργειακό κόστος αποτελεί εμπόδιο για τις επενδύσεις, ενώ και στις δύο χώρες ένα υψηλό ποσοστό εταιρειών αναφέρει ότι η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης αποτελεί εμπόδιο για τις δραστηριότητές τους. Πάνω από το 90% των ελληνικών και κυπριακών επιχειρήσεων δηλώνουν ότι η αβεβαιότητα για το μέλλον αποτελεί εμπόδιο.
Κλιματικοί κίνδυνοι
Σχεδόν το 60% των επιχειρήσεων της ΕΕ δηλώνουν ότι η επιχείρησή τους επηρεάζεται από τους φυσικούς κινδύνους της κλιματικής αλλαγής. Οι εταιρείες στη Νότια Ευρώπη αναφέρουν ότι είναι πιο ευάλωτες σε φυσικούς κινδύνους σε σύγκριση με άλλες περιοχές.
Περίπου το 78% των ισπανικών επιχειρήσεων δηλώνουν ότι είναι ευάλωτες απέναντι σε φυσικούς κινδύνους. Οι επιχειρήσεις στην Πορτογαλία είναι επίσης ιδιαίτερα ανήσυχες, με το 71% εξ αυτών να εκφράζει ανησυχία. Στην Ελλάδα, το 58,5% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία. Στην Κύπρο το ποσοστό αυτό αγγίζει το 60,1%.
«Τα αποτελέσματα της Έρευνας Επενδύσεων της ΕΤΕπ καταδεικνύουν ότι για τις επιχειρήσεις της ΕΕ το ενεργειακό κόστος αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στα επενδυτικά τους σχέδια. Ωστόσο, οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας ωθούν τις επιχειρήσεις να εκσυγχρονίσουν τις δραστηριότητές τους, κάνοντας χρήση κεφαλαίων για να αγοράσουν πιο σύγχρονα μηχανήματα και εξοπλισμό και να κάνουν ανακαίνιση των εγκαταστάσεών τους, κάτι που έχει θετικά αποτελέσματα για την ενεργειακή απόδοση και την ενεργειακή μετάβαση. Η ανάλυσή μας δείχνει ότι η βελτιωμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και η συνειδητοποίηση των νέων ευκαιριών και κινδύνων, σε συνδυασμό με καλύτερες πρακτικές διαχείρισης, θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα τις μικρές επιχειρήσεις, να μεταβούν σε μια πιο πράσινη οικονομία, χωρίς να επηρεαστεί η ανταγωνιστικότητά τους», δήλωσε η Επικεφαλής Οικονομολόγος της ΕΤΕπ, Debora Revoltella.
«Οι φορείς που χαράσσουν πολιτική και τα δημόσια και ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να συνεργαστούν στενά για να δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό πλαίσιο το οποίο θα ξεκλειδώσει τις επενδύσεις στις δράσεις για το κλίμα και θα καταστήσει την ενεργειακή απόδοση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προτεραιότητα».
Σημειώνεται πως η EIBIS είναι μια έρευνα που διεξήχθη σε επίπεδο ΕΕ και περιλαμβάνει συνεντεύξεις με περισσότερες από 13.500 εταιρείες διαφόρων μεγεθών από διαφορετικούς τομείς. Η έρευνα διεξάγεται κάθε χρόνο από το 2016.