Ευνοϊκότερες συνθήκες για νοικοκυριά, επιχειρήσεις, Ελληνικό Δημόσιο και τράπεζες φέρνει η νέα μείωση επιτοκίων από την ΕΚΤ και η νέα αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τη Standard & Poor΄s. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα δουν χαμηλότερες δόσεις στα δάνειά τους με κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ μειωμένο θα είναι επίσης το κόστος δανεισμού για το Δημόσιο και τις τράπεζες. Επιπλέον, η νέα αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τη Standard & Poor΄s φέρνει καλά νέα και στο μέτωπο των ξένων επενδύσεων, προδιαγράφοντας την εισροή περισσότερων επενδυτικών κεφαλαίων στη χώρα (οι πρόσθετες εισροές κεφαλαίων εκτιμώνται σε 1-2 δισ. ευρώ βραχυπρόθεσμα) και μεγαλύτερο «μαξιλάρι» ασφαλείας εν μέσω της διεθνούς αβεβαιότητας από τον πόλεμο δασμών του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Όπως δήλωσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την S&P συνιστά ένα πολύ ισχυρό σήμα εμπιστοσύνης στη χώρα μας, το οποίο αποκτά μεγαλύτερη αξία σε καιρούς διεθνούς αβεβαιότητας. Η Ελλάδα επανακάμπτει δυναμικά στον χάρτη, κατακτώντας ακόμη ένα ακόμη σκαλί στην επενδυτική βαθμίδα. Σημειώνεται ότι μετά την Scοpe και την DBRS, η S&P είναι ο τρίτος από τους πέντε μεγάλους διεθνείς οίκους αξιολόγησης που κατατάσσουν πλέον τη χώρα μας, όχι απλά στην επενδυτική βαθμίδα, αλλά και ένα σκαλοπάτι πιο πάνω από την κατώτερη βαθμίδα της. Απομένουν, ωστόσο, άλλα τέσσερα σκαλοπάτια προκειμένου η Ελλάδα να βρεθεί από την κατηγορία ΒΒΒ στην κατηγορία ΑΑΑ- όπου βρισκόταν κάποτε, πριν από σχεδόν 17 χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, με την νέα αναβάθμιση και τη μείωση των επιτοκίων δημιουργούνται ακόμη ευνοϊκότερες συνθήκες για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, την προσέλκυση επενδύσεων και την τσέπη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που θα μπορούν να δανείζονται με ακόμη φθηνότερο χρήμα. Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ είχε ξεκινήσει τον πτωτικό κύκλο των επιτοκίων στις 12 Ιουνίου του 2024, μειώνοντας το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων (σ.σ. στη βάση του οποίου διαμορφώνεται το επιτόκιο Euribor που με τη σειρά του, αποτελεί τη βάση για τα επιτόκια δανεισμού ιδιωτών και επιχειρήσεων) από το 4% στο 3,75%. Η ΕΚΤ συνέχισε με ισόποσες μειώσεις (0,25 της μονάδας) στα 18/9/2024, στις 23/10/24, στις 18/12/24, στις 5/2/25 και στις 12/3/25, μετά από έναν ανοδικό κύκλο των επιτοκίων που ξεκίνησε στις 27/7/2022 (το επιτόκιο έγινε μηδενικό από αρνητικό, -0,50%) και ολοκληρώθηκε στις 20/9/2023 (επιτόκιο στο 4%). Μετά την τελευταία μείωση επιτοκίων που αποφάσισε η ΕΚΤ στις 17 Απριλίου, από τις 23 Απριλίου, το βασικό επιτόκιο του Ευρώ θα ανέρχεται σε 2,25%, ενώ κατά 0,25 της μονάδος θα υποχωρήσουν αυτομάτως όλα τα κυμαινόμενα επιτόκια σε όλες τις κατηγορίες δανείων. Ενδεικτικά, για ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ, κυμαινόμενου επιτοκίου και 15ετούς διάρκειας, η μείωση του επιτοκίου από το 4% στο 2,25% σημαίνει χαμηλότερη μηνιαία δόση κατά 86 ευρώ (88 ευρώ για δάνειο 20ετούς διάρκειας).
Φθηνότερα, πάντως, θα δανείζεται και το Ελληνικό Δημόσιο εφεξής ως αποτέλεσμα της νέας αναβάθμισης του ελληνικού αξιόχρεου από την S&P. Στην πράξη δηλαδή, οι Έλληνες φορολογούμενοι θα πληρώνουν λιγότερους τόκους σε υφιστάμενο χρέος ή χρέος που πρόκειται να εκδώσει το Ελληνικό Δημόσιο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης από την βαθμίδα BBB- σε BBB θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των επιτοκίων κατά 10-20 μονάδες βάσης (0,1%-0,2%) στα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. Υπολογίζοντας ότι το δημόσιο χρέος ανέρχεται σε περίπου 365 δισ. ευρώ, αυτό θεωρητικά μεταφράζεται σε ετήσια εξοικονόμηση τόκων της τάξης των 365-730 εκατ. ευρώ. Βεβαίως, μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους είναι «κλειδωμένο» σε σταθερά (πολύ χαμηλά) επιτόκια, επομένως το ετήσιο όφελος από μεταβολές επιτοκίων θα είναι μικρότερο, της τάξης των 250-500 εκατ. ευρώ, σε σχέση με το κόστος που θα είχε η αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους με νέες εκδόσεις ομολόγων αν δεν είχε γίνει αναβάθμιση.
Το χαμηλότερο κόστος δανεισμού θα αφορά και στις νέες ομολογιακές εκδόσεις των τραπεζών. Όπως εκτιμάται, το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών μπορεί να είναι χαμηλότερο κατά 100-200 εκατ. ευρώ ετησίως, γεγονός που θα μπορούσε επίσης να συμβάλει (μαζί με τη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ) στο χαμηλότερο κόστος δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Σημειώνεται τέλος, ότι κάθε νέα αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, αυξάνει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Όπως εκτιμάται, η αναμενόμενη αύξηση των τιμών των ομολόγων θα ισοδυναμεί με κέρδη 0,5-1 δισ. ευρώ για τους κατόχους τους, ενώ αύξηση κατά 0,5-1 δισ. ευρώ θα μπορούσε (σ.σ. αναλόγως βεβαίως και του διεθνούς κλίματος στις αγορές) να υπάρξει και στην κεφαλαιοποίηση του ελληνικού χρηματιστηρίου.