Στο «μικροσκόπιο» των ξένων επενδυτών, μπαίνουν οι ελληνικές τράπεζες τον Σεπτέμβριο σε δύο κορυφαία επενδυτικά συνέδρια που διοργανώνονται στο Λονδίνο.
Μετά τις παρουσιάσεις των πολύ θετικών αποτελεσμάτων β΄ τριμήνου 2022, ο μήνας που θα ολοκληρώσει το γ' τρίμηνο του έτους θα αναδείξει τα νέα ερωτήματα της επενδυτικής κοινότητας στο πλαίσιο της συμμετοχής των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών στο συνέδριο της HSBC στις 12 – 16 Σεπτεμβρίου και στο συνέδριο της BofA στις 20 – 22/9, με φυσική παρουσία, για πρώτη φορά μετά την πανδημία. Ακόμη δεν έχει οριστικοποιηθεί, αλλά πιθανότατα θα έχει προηγηθεί επενδυτικό συνέδριο της Goldman Sachs στις 7 και 8 Σεπτεμβρίου.
Στις νέες τους επαφές με τους διεθνείς επενδυτές, οι ελληνικές τράπεζες θα πάνε έχοντας ήδη παρουσιάσει τα πολύ δυνατά αποτελέσματα του β΄ τριμήνου, τόσο οργανικά, όσο και από συναλλαγές και από trading. Ωστόσο, το επίκεντρο των επενδυτών θα έχει μετατοπιστεί στα δεδομένα που διαμορφώνονται για το 2023 και με την προοπτική ενός δύσκολου χειμώνα λόγω της ενεργειακής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, από το κάδρο βγαίνουν πλέον οι επιτυχίες σε επίπεδο μείωσης των κόκκινων δανείων και αύξησης εσόδων και κερδών και τα ερωτήματα στα οποία προετοιμάζονται για να απαντήσουν οι ελληνικές τράπεζες θα αφορούν:
α) Τις προβλέψεις τους για το πώς αναμένεται να εξελιχθεί η ενεργειακή κρίση στο σενάριο που η Ρωσία αποφασίσει να διακόψει τη ροή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, και οι επιπτώσεις που αυτή θα έχει στα πιστωτικά ιδρύματα. Ιδίως απασχολεί πλέον, το πώς η αύξηση του ενεργειακού κόστους έχει επηρεάσει από τον Ιούλιο και θα επηρεάσει εφεξής τα δανειακά χαρτοφυλάκια, τα οποία στο πρώτο εξάμηνο του έτους απέκρουσαν τις εισροές νέων κόκκινων δανείων. Προβλέψεις για την εξέλιξη της ενεργειακής κρίσης είναι δύσκολο να γίνουν, επομένως οι επιπτώσεις της θα ενέχουν μεγάλο βαθμό ασάφειας. Χθες η Fitch εκτίμησε ότι η Ευρώπη στο σύνολό της θα αντιμετωπίσει σοβαρό μακροοικονομικό σοκ εάν διακοπεί ο εφοδιασμός από τη μεριά της Ρωσίας, με την Ελλάδα να αξιολογείται στη ζώνη μεσαίας ευαλωτότητας.
β) Τις εκτιμήσεις τους για την πορεία του Τουρισμού στο υπόλοιπο του έτους και το 2023. Η εξαιρετική πορεία του Τουρισμού που προμηνύει εισπράξεις της τάξεως των 20 δις. φέτος, ξεπερνώντας τα τουριστικά έσοδα του πολύ καλού, προπανδημικού, 2019, δίνει ισχυρή ώθηση στην ανάπτυξη και στηρίζει το αφήγημα της αναχαίτισης κύματος αθετήσεων πληρωμών στα δάνεια. Ωστόσο, το μεγάλο στοίχημα είναι ο Τουρισμός να συνεχίσει με την ίδια δυναμική και το 2023, μία χρονιά που μπορεί να φέρει και ύφεση στην Ευρωζώνη, όπως εκτιμούν διεθνείς οίκοι.
γ) Τις προβλέψεις τους για την πορεία της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε συνάρτηση με τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό. Στις θερινές της εκτιμήσεις τον προηγούμενο μήνα, η Κομισιόν προέβλεψε για την Ελλάδα πληθωρισμό στο 8,9% το 2022, από 6,3% που προέβλεπε την Άνοιξη, και σταδιακή αποκλιμάκωση το 2023 (με πρόβλεψη στο 3,5% έναντι 1,9% που ήταν η πρόβλεψή της τον Μάιο). Σε επίπεδο Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προβλέψει πληθωρισμό στο 7,6% φέτος (από 6,1% τον Μάιο) και 4% το 2023 (έναντι πρόβλεψης για 2,7%).
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται υψηλότερος της Ευρωζώνης και αυτός είναι παράγοντας που θα ασκήσει πίεση στην οικονομική δραστηριότητα και στην τήρηση της ομαλής εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ωστόσο, η Κομισιόν έχει προβλέψει παράλληλα και σημαντικά υψηλότερη ανάπτυξη για την Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Με βάση τις θερινές προβλέψεις της Επιτροπής, το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 4% φέτος από πρόβλεψη για 3,5% τον Μάιο, έναντι ανάπτυξης 2,6% στην Ευρωζώνη. Για το 2023, η Κομισιόν εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,4% έναντι ανάπτυξης 3,1% που προέβλεπε στις εαρινές προβλέψεις.
ε) Τις εκτιμήσεις τους για την επίπτωση της ανόδου των επιτοκίων και τη διάρκειά της. Η ανοδική στροφή των επιτοκίων επηρεάζει πολλαπλά τις τράπεζες. Ενδεικτικά π.χ., επηρεάζει θετικά σε ό,τι αφορά τα έσοδά τους από τόκους, αρνητικά σε επίπεδο υγείας δανειακών χαρτοφυλακίων, δυσχεραίνει τις συνθήκες άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές και επαυξάνει το κόστος, δημιουργεί μεταβλητότητα στις επενδυτικές κινήσεις κ.ο.κ. Τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ κατέδειξαν την μεγάλη ανησυχία των κεντρικών τραπεζών για την πορεία του πληθωρισμού και στο κλίμα αυτό αυξάνονται οι πιθανότητες για μεγαλύτερες αυξήσεις των επιτοκίων. Ζητούμενο είναι να επιτευχθεί όσο το δυνατόν συντομότερα η τιθάσευση του πληθωρισμού, με τον μικρότερο δυνατό αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη.
στ) Τις εκτιμήσεις τους για την πιστωτική επέκταση, με έμφαση στην πρόοδο των δανείων από το Εθνικό Σχέδιο «Ελλάδα 2.0» και την προβλεπόμενη ταχύτητα των εκταμιεύσεων, όπως επίσης το εύρος αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Τα παραπάνω είναι κρίσιμα υπό το πρίσμα της γεωπολιτικής κρίσης, της κρίσης ενέργειας και των πληθωριστικών πιέσεων, τα οποία μπορεί να κάμψουν τη δυναμική της ζήτησης δανείων από τις επιχειρήσεις, αλλά και να δυσκολέψουν τα πιστοδοτικά κριτήρια των τραπεζών.
Σημειώνεται ότι ήδη οι τράπεζες «μετρούν τα κουκιά» για την κερδοφορία των επιχειρήσεων, εστιάζοντας στο πόσο αυτή επιβαρύνεται πρωταρχικά από το ενεργειακό σοκ.