Στα μέτρα στήριξης που θα αρχίζουν σταδιακά να υιοθετούν οι ελληνικές τράπεζες προς τους ευάλωτους δανειολήπτες εστιάζει η Goldman Sachs, αναπροσαρμόζοντας παράλληλα τις τιμές στόχους για τις μετοχές των τεσσάρων συστημικών.
Συνολικά, οι τράπεζες σχεδιάζουν να επιδοτήσουν το 50% των αυξήσεων των επιτοκίων για επιλέξιμες ευάλωτες ομάδες δανειοληπτών (περίπου 2 δισ. ευρώ χαρτοφυλάκιο δανείων) υπογραμμίζοντας παράλληλα τη δέσμευσή τους να επανεξετάσουν και να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων ως απάντηση στις αυξήσεις των επιτοκίων και να μειώσουν συγκεκριμένες χρεώσεις και προμήθειες για τους πελάτες τους.
1. Επιδότηση επιτοκίου για τους ευάλωτους δανειολήπτες: Οι τέσσερις συστημικές θα επιδοτήσουν το 50% περίπου της αύξησης των επιτοκίων (από τις 30 Ιουνίου του 2022) για τους επιλέξιμους ευάλωτους δανειολήπτες. Οι τράπεζες εκτιμούν ότι το πρόγραμμα θα καλύψει δάνεια πάνω από 2 δισ. ευρώ (που αντιστοιχούν σε περίπου 1% των ακαθάριστων δανείων) και σε περισσότερους από 30.000 επιλέξιμους δανειολήπτες. Παράλληλα θα συνεισφέρουν εξίσου σε ένα ταμείο εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, η διαχείριση του οποίου θα γίνεται από έναν ανεξάρτητο τρίτο φορέα και στο οποίο οι ευάλωτοι πελάτες θα μπορούν να υποβάλουν αίτηση για επιδότηση. Η επιδότηση εξετάστηκε από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή.
2. Επιτόκια καταθέσεων: Οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεσμευτεί να επανεξετάζουν την πολιτική των επιτοκίων καταθέσεων σε απάντηση στις αυξήσεις των επιτοκίων. Οι προθεσμιακές καταθέσεις ύψους δώδεκα μηνών και άνω τιμολογούνται πλέον με 0,8%.
3. Τραπεζικές προμήθειες και χρεώσεις: Οι ελληνικές τράπεζες χρεώνουν προμήθειες για τις απλές τραπεζικές συναλλαγές με βάση τα δικά τους εμπορικά σχέδια και τα αναθεωρούν σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες τόνισαν ότι έχουν ήδη αναπτύξει μια σειρά από ηλεκτρονικές συναλλαγές χωρίς χρέωση μέσω του διατραπεζικού συστήματος ΔΙΑΣ (όπου και οι τέσσερις τράπεζες είναι μέτοχοι). Οι ελληνικές τράπεζες θα διανείμουν περίπου 50 εκατ. ευρώ το 2022 επιβράβευση σε προγράμματα στους πελάτες τους για τη χρήση χρεωστικών/πιστωτικών καρτών στις συναλλαγές.
4. Εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών: Οι ελληνικές τράπεζες συζήτησαν μηχανισμούς για να αυξήσουν το ποσοστό έγκρισης για λύσεις εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν και να επιταχύνουν τα σχέδια για τη βελτιστοποίηση των ποσοστών των NPEs.
Η Goldman Sachs θέτει σύσταση «buy» για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας με τιμή στόχο στα 4,2 ευρώ σε δωδεκάμηνη βάση, ενώ για την Αlpha Bank θέτει εξίσου ίδια σύσταση με τιμή στόχο στα 1,19 ευρώ. Από την άλλη, για την Τράπεζα Πειραιώς θέτει «ουδέτερη» σύσταση και τιμή στόχο στο 1 ευρώ (χαμηλότερα δηλαδή επίπεδα) και για τη Eurobank επίσης διατηρεί μια «ουδέτερη» σύσταση με τιμή στόχο στα 1,04 ευρώ.
Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν και επισημαίνει η Goldman Sachs ως προς τις θέσεις που λαμβάνει είναι: (1) ένα ασθενέστερο από το αναμενόμενο μακροοικονομικό σκηνικό, (2) τυχόν δυσμενείς κανονιστικές αλλαγές, (3) πιθανές ανταγωνιστικές πιέσεις που επηρεάζουν το pricing και τους όγκους, (4) μια χαμηλότερη από την αναμενόμενη αύξηση των δανειακών χαρτοφυλακίων, (5) μια σημαντική ενίσχυση της αντίληψης του κινδύνου που επηρεάζει το κόστος ιδίων κεφαλαίων και τις αποτιμήσεις και (6) τυχόν αρνητικές κεφαλαιακές εκπλήξεις.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Goldman Sachs, οι παραπάνω προτάσεις αναμένεται να έχουν έναν περιορισμένο αντίκτυπο στα κέρδη των ελληνικών τραπεζών. Υπολογίζει ότι μια επιδότηση για το 50% της αύξησης του επιτοκίου πολιτικής της ΕΚΤ από τις -50 μονάδες βάσης στις 300 μονάδες βάσης (που αναμένεται να φτάσει από τους οικονομολόγους της Goldman Sachs για το 2023) για ένα χαρτοφυλάκιο επιλέξιμων δανείων ύψους 2 δισ. ευρώ θα ισοδυναμούσε με ένα μέσο κόστος 9 εκατ. ευρώ για μια εγχώρια τράπεζα που καλύπτει ο αμερικανικός οίκος, υποδηλώνοντας μια επίπτωση στα κέρδη του 2023 της τάξης του 1,3% (όλα τα άλλα σταθερά).
Υπολογίζει ότι τα έσοδα από προμήθειες των ελληνικών τραπεζών αποτελούν περίπου το 0,5% του όγκου των εργασιών (δηλαδή καταθέσεις + δάνεια), εκ των οποίων περίπου το 35% αφορά σε non-transactional και μη πιστωτικά προϊόντα (δηλαδή επενδυτικά προϊόντα, έσοδα από ενοίκια και άλλα). Σχετικά με τη δική της ανάλυση, κάθε 1 μονάδα βάσης πρόσθετη μείωση της παραγωγής προμηθειών από τον όγκο εργασιών θα μεταφραζόταν σε μια μέση επίπτωση 7 εκατ. ευρώ στα κέρδη του 2023 (περίπου 1,1% επίπτωση στα κέρδη), με όλες τις άλλες συνθήκες να παραμένουν σταθερές.
Επιπλέον, κάθε πρόσθετη αύξηση της απόδοσης των καταθέσεων κατά 5 μονάδες βάσης θα ισοδυναμούσε με περίπου 32 εκατ. ευρώ κόστος για τις ελληνικές τράπεζες κατά μέσο όρο ή περίπου 3,5% επίπτωση στα κέρδη του 2023, με όλες τις άλλες συνθήκες σταθερές. Η Goldman Sachs σημειώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες που καλύπτει ανέφεραν περίπου 20 - 25 μονάδες βάσης μετακύλιση (pass through) στις αποδόσεις των καταθέσεων από τις αυξήσεις των επιτοκίων στην ανάλυση ευαισθησίας του επιτοκιακού περιθωρίου (NIM).
Τέλος, σημειώνεται ότι η Τράπεζα Πειραιώς παρείχε τη δική της ειδική εκτίμηση του κόστους στις παραπάνω προτάσεις: Η τράπεζα αναμένει πως μια επιδότηση επιτοκίου για τους ευάλωτους δανειολήπτες και μια στοχευμένη μείωση των προμηθειών να έχουν έναν αντίκτυπο της τάξεως των 6 εκατ. ευρώ στα αποτελέσματα χρήσης (περίπου 1% των κερδών). Το κόστος των καταθέσεων αναμένεται να ξεπεράσει τα 200 εκατ. ευρώ το 2023, γεγονός που συνεπάγεται μια σταθμισμένη μέση απόδοση 0,34% το 2023 (έναντι 12 εκατ. ευρώ το τρίτο τρίμηνο του 2022 με τεκμαρτή απόδοση 0,08%).