Έντονο προβληματισμό σε τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης προκαλεί η άνοδος των επιτοκίων και η βεβαιότητα της προοπτικής νέων κόκκινων δανείων, προδιαγράφοντας νέου τύπου ρυθμίσεις με χαμηλότερα επιτόκια, αλλά και χαμηλότερα «κουρέματα».
Με την εκκρεμότητα της Eurostat και των κρατικών εγγυήσεων να έχει κλείσει αναφορικά με τον «Ηρακλή», το Ελληνικό Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού αποτελεί στήριγμα για την αντιμετώπιση των νέων NPLs. Καθώς, όμως, το ζητούμενο είναι η πρόληψη και όχι η θεραπεία νέων επισφαλών δανείων, οι χρηματοδοτικοί φορείς καλούνται να βρουν εγκαίρως λύσεις για να διευκολύνουν τους δανειολήπτες στην ομαλή αποπληρωμή των δανείων τους και να περιορίσουν το κύμα αθετήσεων πληρωμών.
Στην προσπάθεια αυτή, οι χρηματοδοτικοί φορείς φαίνεται ότι δεν μπορούν να ελπίζουν σε χείρα βοηθείας από νομισματικές και κυβερνητικές πολιτικές, όπως στο παρελθόν, για να κρατήσουν εξυπηρετούμενα τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια. Η ΕΚΤ/SSM έχει παρέμβει συνεχώς από το 2008 για να στηρίζει τις τράπεζες, προφυλάσσοντας με κανονισμούς και ευχέρειες την ποιότητα του ενεργητικού τους και την επάρκεια των κεφαλαίων τους για λόγους χρηματοπιστωτικής ευστάθειας. Μέσα στην πανδημία του Covid-19 στις τράπεζες δόθηκε η δυνατότητα χειρισμού των ρυθμίσεων στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια έτσι ώστε να εισπράττουν λιγότερα από τις αποπληρωμές δανείων και εντούτοις τα δάνεια να μην χαρακτηρίζονται κόκκινα. Την ίδια στιγμή, υπήρξαν κυβερνητικά μέτρα στήριξης, όπως τα προγράμματα «Γέφυρα», που επιδοτούσαν ακόμη και μέχρι 90% τις δόσεις των δανείων, αποτρέποντας τις νέες επισφάλειες.
Οι βοήθειες αυτές μάλλον είναι αδύνατον να επαναληφθούν. Και δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, προέτρεψε τις εμπορικές τράπεζες στην Ευρώπη να λάβουν μέτρα «για να χαλαρώσουν τις αυξήσεις των επιτοκίων των δανειοληπτών» και «να αποφύγουν προβλήματα για τους δανειολήπτες». Όπως είπε χαρακτηριστικά η επικεφαλής της ΕΚΤ: «Είμαι βέβαιη ότι πολλές τράπεζες είναι έτοιμες να επαναδιαπραγματευθούν» τα δανειακά συμβόλαια. Γιατί; Μα «είναι προς το συμφέρον τους» και σίγουρα δεν «θέλουν απλήρωτα δάνεια στους ισολογισμούς τους».
Οι προτροπές της Κριστίν Λαγκάρντ υποδεικνύουν στις τράπεζες να απορροφήσουν οι ίδιες, εις βάρος της κερδοφορίας τους, ένα μέρος της αύξησης του κόστους δανεισμού των δανειοληπτών, προκειμένου να μην βρεθούν μπροστά στον, εμφανή πλέον, κίνδυνο ενός νέου κύματος κόκκινων δανείων.
Το μήνυμα έχουν λάβει τόσο οι τράπεζες, όσο και οι εταιρείες διαχείρισης που αναζητούν σχεδιασμό για το πώς θα μαλακώσουν το χτύπημα από την άνοδο των επιτοκίων. Ο σχεδιασμός αυτός θα απαιτήσει ακόμη πιο ενεργή διαχείριση χαρτοφυλακίων και θα περιλαμβάνει άλλου τύπου ρυθμίσεις και ανακτήσεις οφειλών. Μοναδική διέξοδος θα είναι τα χαμηλότερα επιτόκια για τις ρυθμίσεις δανείων, τα οποία όμως δεν θα συνοδεύονται και από υψηλότερα «κουρέματα» στην οφειλή. Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δώσει οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων για την διετία 2020-2022, το μέσο «κούρεμα» στα στεγαστικά δάνεια ήταν μεταξύ 35% - 40%, στα καταναλωτικά στο 50% - 65%, στα δάνεια μικρών επιχειρήσεων στο 55% και στα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια στο 40%.
Οι ρυθμίσεις οφειλών θα αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερο ρόλο για τις ανακτήσεις, καθώς οι ρευστοποιήσεις ενεχύρων (πλειστηριασμοί/πωλήσεις ακινήτων) θα συνεχίσουν μεν να γίνονται, αλλά με την προοπτική περαιτέρω ανόδου των επιτοκίων τράπεζες και servicers έχουν λόγους να ανησυχούν και για τις εισπράξεις και για την πορεία της οικονομίας.