Τη θετική της στάση ως προς τις προοπτικές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών συνεχίζει να διατηρεί η Morgan Stanley μετά και το «πάγωμα» των επιτοκίων στα ενήμερα στεγαστικά δάνεια στα επίπεδα του τέλους Μαρτίου, καθώς δεν αναμένει κάποια ουσιώδη αρνητική επίπτωση στο consensus των εκτιμήσεων.
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, πρόκειται για μια πρωτοβουλία που ανέλαβαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ώστε να υποστηρίξουν τους δανειολήπτες με ενήμερα στεγαστικά δάνεια, μετριάζοντας παράλληλα τους πιθανούς κινδύνους που ελλοχεύουν για την ποιότητα του ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος. Στο πλαίσιο λοιπόν του νέου μέτρου, το Euribor καθορίζεται ουσιαστικά στο επιτόκιο του τέλους Μαρτίου (3%) και τυχόν περαιτέρω αυξήσεις από την πλευρά της Ευρωπαϊκή Κεντρικής Τράπεζας δεν θα ενσωματώνονται και δεν θα περνάνε στα στεγαστικά δάνεια. Κατά συνέπεια, όλα τα στεγαστικά για τους επόμενους δώδεκα μήνες μετατρέπονται ουσιαστικά σε δάνεια με σταθερό επιτόκιο.
Να σημειωθεί πως η υιοθέτηση αυτού του μέτρου έρχεται μετά την πρωτοβουλία στήριξης των στεγαστικών δανείων που ανακοινώθηκε τον Δεκέμβριο του 2022, μέσω της επιδότησης του 50% της αύξησης της μηνιαίας δόσης των στεγαστικών δανείων των ευάλωτων νοικοκυριών εξαιτίας των υψηλότερων επιτοκίων.
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, το guidance των ελληνικών τραπεζών για το 2023 βασίζεται σε ένα επιτόκιο της ΕΚΤ της τάξεως του 2,5% - 2,8%, επομένως δεν υπάρχει κάποιος αρνητικός αντίκτυπος τόσο στις βάσεις που έχουν θέσεις οι ίδιες για εφέτος, όσο και στο consensus των εκτιμήσεων. Ωστόσο, φαίνεται πως θα περιορίσει περαιτέρω την άνοδο (upside - ανοδικά περιθώρια) από τις αυξήσεις των επιτοκίων πέραν του 3% στο χαρτοφυλάκιο των στεγαστικών τους δανείων, με τα ενυπόθηκα δάνεια να αντιπροσωπεύουν το 26% περίπου των συνολικών δανείων του κλάδου στην Ελλάδα.
Να σημειωθεί ότι αυτή η πρωτοβουλία δεν θα έχει αντίκτυπο στο «staging» (πέρασμα για παράδειγμα των δανείων από το «Στάδιο 1» όπου εξυπηρετούνται στο «Στάδιο 2», δηλαδή ενδιάμεσης ποιότητας με σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου και «Στάδιο 3» όπου είναι μη εξυπηρετούμενα), καθώς δεν θα βασίζεται στην αξιολόγηση της ικανότητας πληρωμής των δανειοληπτών, αλλά μάλλον, αποτελεί ένα οριζόντιο μέτρο που προσφέρει ένα «μπόνους» σε όσους δανειολήπτες συνεχίζουν να είναι συνεπείς στις πληρωμές των δόσεων των δανείων τους.
Ο αμερικανικός οίκος, υπενθυμίζει πως από τον Φεβρουάριο, τα δάνεια αυξήθηκαν κατά 3,8% σε ετήσια βάση στην Ελλάδα, αλλά υποχώρησαν από την αύξηση του 4,7% που κατέγραψαν σε ετήσια βάση τον Ιανουάριο. Επιπλέον, υποχώρηση της τάξεως του 0,7% κατέγραψαν το Φεβρουάριο και σε μηνιαία βάση, εξαιτίας των δανείων των νοικοκυριών. Επιπλέον, οι καταθέσεις του κλάδου στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 3% σε ετήσια βάση τον Φεβρουάριο, αλλά μειώθηκαν κατά 0,7% σε μηνιαία βάση.
Ωστόσο, ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις (LDR) για τον κλάδο εξακολουθεί να είναι χαμηλός, στο 62%. Από τις αρχές του έτους (για Φεβρουάριο), η απόδοση των δανείων αυξήθηκε κατά 50 μονάδες βάσης περίπου για τον κλάδο, ενώ το μέσο κόστος των καταθέσεων αυξήθηκε κατά 10 μονάδες βάσης περίπου. Όπως σημειώνει η Morgan Stanley, η στροφή στις προθεσμιακές καταθέσεις συνεχίζεται, αλλά παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και πιο συγκεκριμένα στο 21% στη βάση των προθεσμιακών από τον Φεβρουάριο, με μια μετατόπιση 2,9% από τον Ιούνιο του 2022.
Ο αμερικανικός οίκος υπολογίζει ότι τα beta καταθέσεων διαμορφώνονται στο 6% στην Ελλάδα από τον Φεβρουάριο, ενώ εκτιμά ότι ένας συνδυασμός ισχυρών μετρήσεων ρευστότητας για τις τράπεζες (πάνω από 150% οι δείκτες κάλυψης ρευστότητας - LCR) και χαμηλών δεικτών δανείων προς καταθέσεις (LDR) είναι πιθανό να κρατήσει περιορισμένα τα beta καταθέσεων.
Να υπενθυμίσουμε πως η Axia εκτίμησε πρόσφατα πως τα «χαμένα» έσοδα από την ενότητα των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) σε θεωρητική βάση για το σύστημα θα μπορούσαν να διαμορφωθούν στα 146,2 εκατ. ευρώ (που κυμαίνονται από 31 - 41 εκατ. ευρώ ανά τράπεζα) ή στο 2,2% περίπου για τους στόχους που έχουν τεθεί για αυτά τα έσοδα για το 2023 από τις τράπεζες. Αναλυτικότερα, η αρνητική επίδραση στα καθαρά έσοδα από τόκους, από την ενεργοποίηση του συγκεκριμένου μέτρου υπολογίζεται στα 31,3 εκατ. ευρώ για την Alpha Bank, στα 41 εκατ. ευρώ για τη Eurobank, στα 38,8 εκατ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα και στα 35,1 εκατ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς.