Σε νέα αύξηση των τιμών στόχων για τις μετοχές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών προχωρά η J.P. Morgan με ορίζοντα τα μέσα του 2025, αναβαθμίζοντας φυσικά και τις εκτιμήσεις της για τα κέρδη ανά μετοχή (EPS).
Λίγο πριν την έλευση του νέου έτους, ο αμερικανικός οίκος θέτει σύσταση «overweight» για τις ελληνικές τράπεζες όπως και για κάποιες τράπεζες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (CEE) όπως την OTP και την NLB, από την ευρύτερη ζώνη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA).
Από την άλλη, υποβαθμίζει τις τράπεζες στην περιοχή της Βόρειας Ασίας και της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής (MENA) όπως και τις τουρκικές τράπεζες με «ουδέτερη» σύσταση, καθώς ευθυγραμμίζεται με το consensus, πως τα επίπεδα αποτιμήσεων είναι ελαφρώς πιο υψηλά - απαιτητικά, ενώ «underweight» σύσταση θέτει για τις τράπεζες της Νότιας Αφρικής σε μια πιο σχετική βάση.
Εστιάζοντας ωστόσο στις τέσσερις συστημικές που αποτελούν ένα εκ των αγαπημένων trades της JP Morgan, οι αναλυτές θέτουν (σύσταση «overweight» και για τις τέσσερις) τιμή στόχο για τίτλο της Alpha Bank στα 2,50 ευρώ από 2,20 ευρώ προηγουμένως, για τη Eurobank στα 2,60 ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα στα 8,40 ευρώ από 8,10 ευρώ προηγουμένως και για τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς η τιμής στόχος ορίζεται στα 5 ευρώ από 4,65 ευρώ προηγουμένως.
Alpha Bank: Η J.P. Morgan αυξάνει τις εκτιμήσεις της για την πορεία των EPS για το 2023 - 2025 κατά 5% - 4% - 8% αντίστοιχα (στα 0,31 ευρώ το 2024), λόγω των καλύτερων τάσεων στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) καθώς και άλλων mark - to - market αναθεωρήσεων στη βάση των αποτελεσμάτων του τρίτου τριμήνου. Η τιμή στόχος στα 2,50 ευρώ, με ορίζοντα την ολοκλήρωση του πρώτου εξαμήνου του 2025, βασίζεται στις νέες εκτιμήσεις του οίκου για το 2026 που ενσωματώνουν έναν κανονικοποιημένο δείκτη αποδοτικότητας ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, ROTE στο 10%, 12% COE - κόστος κεφαλαίου - και 1,5% growth. Το guidance της Alpha Bank μεταφράζεται σε μια οργανική δημιουργία κεφαλαίου ύψους 1,9 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2023 - 2025 και, σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη μετατροπή DTA 0,4 δισ. ευρώ σε ίδια κεφάλαια, οδηγεί σε 16% περίπου CET1 έως τα τέλη του 2025. Σε σύγκριση με τον στόχο της διοίκησης για 13%, η κεφαλαιακή «τροχιά» της τράπεζας σηματοδοτεί ένα «πλεόνασμα» σε επίπεδο CET1 ύψους 1,4 δισ. ευρώ κατά το 2025 που είναι πιθανό να υποστηρίξει τις διανομές μερισμάτων από το την ολοκλήρωση της φετινής χρήσης και έπειτα, με την επιφύλαξη της έγκρισης των ρυθμιστικών αρχών.
Eurobank: Αντίστοιχα και για τη Eurobank, οι αναλυτές αυξάνουν τις εκτιμήσεις τους για τα EPS για το 2023 - 2025 κατά 3% - 4% - 3% αντίστοιχα (στα 0,31 ευρώ το 2024), για τους ίδιους λόγους με την Alpha Bank. Η νέα τιμή στόχος στα 2,60 ευρώ (αμετάβλητη) βασίζεται στο νέο σετ εκτιμήσεων για το 2026 που ενσωματώνει 12% κανονικοποιημένο ROTE, 12% COE και 1,5% growth, ενώ το μοντέλο της αυτή τη στιγμή ενσωματώνει και το 55,3% στην Ελληνική Τράπεζα (την καθιστά ως θυγατρική του ομίλου). Η Eurobank κινείται προς τον υψηλότερο κανονικοποιημένο δείκτη ROTE μεταξύ των υπολοίπων (13% το 2025) με κορυφαίο εγχώριο franchise και πρόσθετη συνεισφορά από διεθνείς δραστηρότητες, ιδιαίτερα στη Βουλγαρία και την Κύπρο, καθώς και το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων σε ακίνητα ύψους 1,4 δισ. ευρώ. Ο δείκτης CET1 του τρίτου τριμήνου - σε επίπεδο ομίλου - στο 16,4% είναι αρκετά συμπαγής, με την κεφαλαιακή θέση της τράπεζας να είναι αρκετά ισχυρή πλέον, με τον δείκτη CET1 στα τέλη του 2025 να εκτιμάται στο 17,8% μετά την ενοποίηση της Ελληνικής Τράπεζας, προσφέροντας έτσι έναν άπλετο χώρο για διανομές μερισμάτων και περαιτέρω συναλλαγές στο σκέλος των συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&A).
Εθνική Τράπεζα: Ως προς την Εθνική Τράπεζα, η JP Morgan αναμένει υψηλότερα EPS για το 2023 - 2025 κατά 6% - 5% - 8% αντίστοιχα (στα 1,14 ευρώ το 2024), λόγω των καλύτερων τάσεων στα καθαρά έσοδα από τόκους, το χαμηλότερο κόστος κινδύνου, απόρροια της περαιτέρω επιτάχυνσης στο σκέλος της εξυγίανσης με το δείκτη NPE να υποχωρεί στο 3% ήδη από το τρίτο τρίμηνο και άλλες mark - to - market αναθεωρήσεις στη βάση των τελευταίων αποτελεσμάτων. Η νέα τιμή στόχος στα 8,40 ευρώ βασίζεται στο νέο σετ εκτιμήσεων για το 2026 που ενσωματώνει 11% κανονικοποιημένο ROTE, 12% COE και 1,5% growth. Παράλληλα, το «turnaround story» στη βάση των θεμελιωδών της τράπεζας είναι αυτό που την κάνουν να ξεχωρίζει, σύμφωνα με τη J.P. Morgan, με: 1) υψηλό προσανατολισμό στα υψηλότερα επιτόκια με μια μεγάλη και σταθερή βάση καταθέσεων και με προθεσμιακές που αποτελούν μόλις το 15% του συνόλου, το χαμηλότερο μεταξύ των συστημικών, 2) τον υψηλότερο δείκτη CET1 στην κατηγορία, στο 17,9% στο τρίτο τρίμηνο, ο οποίος αυξάνεται περαιτέρω σε επίπεδα άνω του 19% (εκτίμηση JP Morgan) έως το 2025, προσφέροντας έναν άφθονο χώρο για διανομές μερισμάτων από το 2024 (από τη φετινή χρήση) και έπειτα, 3) και με δείκτη NPE στο 3% με το υψηλότερο επίπεδο κάλυψης μεταξύ των εγχώριων συστημικών.
Τράπεζα Πειραιώς: Για την Τράπεζα Πειραιώς, οι αναλυτές αυξάνουν τις εκτιμήσεις τους για τα EPS για το 2023 - 2025 κατά 7% - 6% - 7% αντίστοιχα (στα 0,74 ευρώ το 2024), λόγω των καλύτερων τάσεων στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII), του χαμηλότερου κόστους κινδύνου που αναμένει καθώς και άλλων mark - to - market αναθεωρήσεων στη βάση των αποτελεσμάτων του τρίτου τριμήνου. Η τιμή στόχος στα 5 ευρώ, με ορίζοντα τον Ιούνιο του 2025, βασίζεται στις νέες εκτιμήσεις του οίκου για το 2026 που ενσωματώνουν έναν κανονικοποιημένο δείκτη ROTE στο 10,4%, 12% COE και 1,5% growth. «Ταύρος» δηλώνει η JP Morgan και για τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς, που παρά το φετινό «ράλι» (άνοδος που ξεπερνά 120% το 2023) συνεχίζει να διαπραγματεύεται με δείκτη P/TBV για το 2024 στο 0,5x και P/E στο 4,8x, που αποτελούν άκρως ελκυστικά επίπεδα, με μια μεσοπρόθεσμη οπτική. Έχοντας τα κεφάλαια που χρειάζεται, η Πειραιώς έχει μειώσει τα NPE της κατά περισσότερο από 20 δισ. ευρώ από τα τέλη του 2020, ενώ συνεχίζει να υλοποιεί διαρθρωτικές βελτιώσεις για να ενισχύσει το ROTE προς το φιλόδοξο 14% φέτος και 12% σύμφωνα με το guidance της διοίκηση για το 2025. Τα χαμηλότερα σχετικά κεφαλαιακά επίπεδα του ομίλου αποτελούσαν ιστορικά ένα ερωτηματικό για τους αναλυτές του οίκου, αλλά μέσω αρκετών κεφαλαιακών ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων των συνθετικών τιτλοποιήσεων και της πώλησης περιουσιακών στοιχείων, ο όμιλος ξεπέρασε ακόμη και το business plan του, φέρνοντας τον δείκτη CET1 στο 12,8% στο τρίτο τρίμηνο (στο 15,1% εκτιμά πως θα φτάσει η J.P. Morgan το 2025) με στόχο την επανεκκίνηση της διανομής μερισμάτων από το 2023 και μετά.