Θετικό είναι το σήμα που στέλνει ο Νώντας Νικολαΐδης, Vice President - Senior Credit Officer της Moody’s, μιλώντας στο insider.gr, για τις προοπτικές που ανοίγονται για τις ελληνικές τράπεζες, βάζοντας ωστόσο και κάποιους «αστερίσκους» στο κάδρο του εγχώριου τραπεζικού κλάδου.
O Ν. Νικολαΐδης, ο οποίος είναι επικεφαλής του αμερικανικού οίκου για τις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, επισημαίνει ότι υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες περαιτέρω αναβάθμισης των ελληνικών τραπεζών ακόμη και από φέτος, ειδικά εάν αυτό συνοδευτεί από τυχόν θετικά rating actions για την ελληνική οικονομία.
Ο ίδιος αναφέρεται στα θετικά στοιχεία που απορρέουν για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο από την αποεπένδυση του ΤΧΣ, δίνοντας παράλληλα απαντήσεις στα κρίσιμα ζητήματα της εξέλιξης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (NIM), της βιωσιμότητας της κερδοφορίας τα επόμενα χρόνια, αλλά και της πιστωτικής επέκτασης. Επιπλέον, ο κ. Νικολαΐδης αναμένει την επιστροφή των χρηματικών διανομών και της επιβράβευσης των μετοχών από τις ελληνικές τράπεζες (από τη φετινή χρήση), με ένα payout (για το μέρισμα) στο εύρος του 20% - 30% να κρίνεται εύλογο, αφήνοντας ανοιχτό το ζήτημα ενός υψηλότερου payout για την Εθνική, στην περίπτωση διανομής μερίσματος και επαναγοράς και ακύρωσης ενός ποσοστού της τάξεως του 5% του ΤΧΣ.
Βέβαια, το ποσοστό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων - πιστώσεων (DTAs - DTCs) στα ίδια κεφάλαια των τραπεζών, συνεχίζει να αποτελεί μια πρόκληση. Ένας ακόμη παράγοντας στον οποίο εφιστα την προσοχή ο Ν. Νικολαΐδης, είναι τα τυχόν υψηλά defaults και νέα «κόκκινα», αν και για το 2024 αναμένει κάποιον οργανικό σχηματισμό νέων NPLs, αλλά όχι σε κάποιο ανησυχητικό βαθμό.
- Πώς κρίνετε τις κινήσεις και τους χειρισμούς αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τις ελληνικές τράπεζες και κατά πόσο αναμένεται να αλλάξουν ευρύτερα, το επενδυτικό αλλά και το λειτουργικό περιβάλλον για τις τράπεζες;
Η διαδικασία αποεπένδυσης του ΤΧΣ αποτελεί δέσμευση που ορίζεται στους όρους του πακέτου στήριξης που παρέχεται στο ελληνικό δημόσιο, ως μέρος του φακέλου ανακεφαλαιοποίησης και στήριξης του τραπεζικού συστήματος. Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν το ΤΧΣ να εκχωρήσει τα ποσοστά του στις ελληνικές τράπεζες σε μια χρονική περίοδο, αφού οι τελευταίες σταθεροποιηθούν και μπορούν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα. Ωστόσο, το συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την αποεπένδυση δεν καθορίστηκε εξαρχής, ρητώς. Η αποεπένδυση αναμενόταν να πραγματοποιηθεί όταν οι συνθήκες κριθούν ευνοϊκές, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, το «υγιές» πλαίσιο του τραπεζικού κλάδου και το ευρύτερο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χρηματοοικονομικό περιβάλλον.
Το σχέδιο ήταν να μειωθούν σταδιακά τα ποσοστά του ΤΧΣ στις ελληνικές τράπεζες με την πάροδο του χρόνου, αλλά η σοβαρότητα των οικονομικών συνθηκών του παρελθόντος στην Ελλάδα το έκαναν δύσκολο. Τα τελευταία χρόνια, το ΤΧΣ επεξεργάζεται μια στρατηγική για τη σταδιακή μείωση των συμμετοχών του, με την εφαρμογή της να έχει ξεκινήσεις το 2023 και να αναμένεται μια μεγαλύτερη αποεπένδυση φέτος. Από πιστωτικής άποψης και κατά την άποψη της Moody's, η μείωση των μεγάλων θέσεων του ΤΧΣ στις ελληνικές τράπεζες και η είσοδος άλλων αξιόπιστων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επενδυτών ως μετόχων, συμβάλλει περαιτέρω στην ενίσχυση του πλαισίου διακυβέρνησής τους. Η εξυγίανση και οι υψηλές επιδόσεις τους το 2023, σε συνδυασμό με την προοπτική των χρηματικών διανομών φέτος, αντανακλά την ενίσχυση των πιστωτικών τους προφίλ και έχει συμβάλλει καθοριστικά στο έντονο ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών.
- Θεωρείτε πως το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (ΝΙΜ) για τις ελληνικές τράπεζες μπορεί να παραμείνει σε υψηλά βιώσιμα επίπεδα κατα το επόμενο διάστημα ή/και χρόνια, μιας και έπονται μειώσεις επιτοκίων και οι τράπεζες θα πρέπει να αναπληρώσουν το όποιο κενό δημιουργηθεί στα καθαρά έσοδα από τόκους με άλλες λειτουργίες και τρόπους.
Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (NIM) και η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών το 2023 επωφελήθηκαν σημαντικά από τον συνδυασμό της ανατιμολόγησης των δανείων αλλά και των ακόμη χαμηλών beta καταθέσεων, καθώς η μετατόπιση των κεφαλαίων των καταθετών από τρεχούμενους και λογαριασμούς ταμιευτηρίου προς τις προθεσμιακές καταθέσεις ώστε να επωφεληθούν από τα υψηλότερα επιτόκια είναι σχετικά χαμηλή σε σύγκριση με άλλες δικαιοδοσίες. Αναμένουμε ότι το υψηλό καθαρό επιτοκιακό περιθώριο θα υποχωρήσει ελαφρώς, μετά την αναμενόμενη κορύφωση των επιτοκίων το 2024 και η προσπάθεια των τραπεζών να ενισχύσουν τα μη επιτοκιακά έσοδα τους, κυρίως με τη μορφή των αμοιβών και των προμηθειών, θα αρχίσει να αποφέρει καρπούς από φέτος, υποστηρίζοντας περαιτέρω τα έσοδά τους. Αυτή η πηγή θα είναι πράγματι σημαντική, ώστε να αντισταθμίσει τα τυχόν μειωμένα καθαρά έσοδα από τόκους, εάν πράγματι αρχίσουμε να βλέπουμε μειώσεις επιτοκίων το 2024. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει βήματα να μειώσουν τα κόστη τους τα τελευταία χρόνια, με τη μείωση του αριθμού των καταστημάτων και του προσωπικού τους με την εισαγωγή προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου. Ο περιορισμός του λειτουργικού κόστους, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των υψηλών πληθωριστικών πιέσεων, αποτελεί ένα παράγοντα συνεισφοράς στην ενίσχυση των χρηματοοικονομικών τους επιδόσεων το 2023.
- Πότε τοποθετείται χρονικά τις μειώσεις στα επιτόκια από την ΕΚΤ μιας και οι αγορές τιμολογούν πιο επιθετικές μειώσεις (ειδικά στις ΗΠΑ) και οι κεντρικοί τραπεζίτες δείχνουν προς πιο ετεροχρονισμένες και ήπιες κινήσεις.
Αναμένουμε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ξεκινήσει, πιθανώς, τις μειώσεις των επιτοκίων πριν από το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2024, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις υποχωρούν, οδηγώντας το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης στο 3,25% μέχρι τα τέλη του 2024 και στο 2,25% μέχρι τα τέλη του 2025.
- Τα υψηλά επιτόκια και οι πρόωρες αποπληρωμές δανείων έδειξαν να «φρενάρουν» σημαντικά την καθαρή πιστωτική επέκταση. Θεωρείτε πως θα υπάρξει ανάκαμψη το 2024 και τα επόμενα χρόνια και αν ναι, με τι ρυθμό;
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι η καθαρή πιστωτική επέκταση θα επιταχυνθεί το 2024 - 2025, κυρίως στη βάση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και της προσδοκίας μας ότι τα δάνεια των νοικοκυριών θα παρουσιάσουν σταδιακά σημάδια ενίσχυσης μετά από πολλά χρόνια απομόχλευσης. Το βασικό μας σενάριο έγκειται στο ότι η πιστωτική επέκταση θα κυμανθεί γύρω από ένα μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό φέτος, παρά τα υψηλά επιτόκια, με κύριο «μοχλό» τη ζήτηση από επιχειρήσεις. Αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την απόδοση των ελληνικών τραπεζών, κάτι που θα είναι πιστωτικά θετικό («credit positive») για τις αξιολογήσεις τους.
- Ποια είναι η άποψή σας σχετικά με το ενδεχόμενο να επιτρέψει η ΕΚΤ υψηλότερα payouts στις τράπεζες της Ευρωζώνης για το 2024 (από τη χρήση του 2023) και φυσικά και για τις ελληνικές τράπεζες, μιας και η κερδοφορία είναι πολύ υψηλή και μπορούν να κινηθούν σε υψηλότερες διανομές και buybacks. Ως προς την Εθνική, πιστεύετε ότι ο SSM μπορεί να δεχθεί (μετά τα αποτελέσματα και την άσκηση SREP) ένα payout 50% - 60% - δηλαδή μέρισμα, επαναγορά και ακύρωση του 5% του ΤΧΣ; Ποιος θα είναι ο αντίκτυπος στο CET1;
Αναμένουμε ότι η ΕΚΤ θα επιτρέψει τελικά στις ελληνικές τράπεζες να διανείμουν μερίσματα φέτος, μετά από περισσότερο από μια δεκαετία, ενόψει των ισχυρών επιδόσεών τους το 2023 και του γεγονότος ότι τα επίπεδα εποπτικών κεφαλαίων τους είναι «υγιή» και δεν θα επηρεαστούν κατ ουσίαν αρνητικά από αυτές τις διανομές. Είναι επίσης δίκαιο για τους μετόχους που στάθηκαν τόσα χρόνια και στήριξαν τις ελληνικές τράπεζες στις δύσκολες στιγμές, να αρχίσουν να αποκομίζουν κάποια απόδοση από την επένδυσή τους. Μια πιθανή διανομή μερίσματος που κυμαίνεται από 20% - 30% θα ήταν λογική και εύλογη να αναμένεται.
Από πιστωτικής πλευράς ωστόσο, εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTCs) στην κεφαλαιακή διάρθρωση των ελληνικών τραπεζών ως μια χαμηλότερης ποιότητας μορφή κεφαλαίου και, ως εκ τούτου, δεν τις προσμετράμε για να καταλήξουμε στις μετρήσεις για τα ενσώματα κοινά ίδια κεφάλαια (TCE) που χρησιμοποιούμε στην αξιολόγησή μας. Δεδομένων των ακόμη σημαντικών επιπέδων DTCs στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών, ο αντίστοιχος δείκτης TCE τους είναι ως επί το πλείστον σημαντικά χαμηλότερος από τον δείκτη CET1, κάτι που θεωρούμε μία από τις προκλήσεις σε πιστωτικό επίπεδο.
Όσον αφορά την Εθνική, δυστυχώς δεν μπορούμε να προβούμε σε κάποιο σχόλιο γύρω από την πιθανότητα υψηλότερης διανομής μερίσματος και τον αντίκτυπο που θα έχει αυτό, στο δείκτη CET1. Αυτό που μπορούμε να αναφέρουμε ωστόσο, είναι ότι η Εθνική παρουσιάζει τον υψηλότερο δείκτη CET1 στην αγορά και έχει το μεγαλύτερο «buffer», υψηλότερα από τις ρυθμιστικές απαιτήσεις της. Αυτός ήταν και ο βασικός παράγοντας πίσω από τις καλύτερες επιδόσεις της μεταξύ των ελληνικών τραπεζών, στο τελευταίο stress test της EBA.
- Ποιοι παράγοντες θεωρείτε ότι μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερες αξιολογήσεις για τις ελληνικές τράπεζες και αν μπορεί ήδη από φέτος (2024) να συμβεί κάτι τέτοιο;
Επί του παρόντος, όλες οι ελληνικές τράπεζες έχουν θετικό outlook, το οποίο δόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2023 κάτι που υποδηλώνει ότι υπάρχουν καλές πιθανότητες για να αναβαθμιστούν τελικά κατά τους επόμενους 12 - 18 μήνες. Αντίστοιχα, υπάρχει η δυνατότητα αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών τραπεζών το τρέχον έτος (2024), ειδικά εάν αυτό συνοδευτεί από τυχόν θετικά rating actions για την ελληνική οικονομία. Οι θετικές προοπτικές σηματοδοτούν την προσδοκία της Moody's για πιθανές περαιτέρω βελτιώσεις στο λειτουργικό περιβάλλον της χώρας, καθώς και στα μεμονωμένα πιστωτικά προφίλ των ελληνικών τραπεζών κατά τους επόμενους 12 - 18 μήνες, παρά τις προκλήσεις που υπάρχουν. Αναμένουμε ότι όλες οι τράπεζες θα είναι σε θέση να ενισχύσουν περαιτέρω την κεφαλαιακή τους βάση μέσω της ισχυρής διατηρούμενης κερδοφορίας και ότι τυχόν καθοδικοί πιστωτικοί κίνδυνοι που προκύπτουν από τις πληθωριστικές πιέσεις και τα υψηλά επιτόκια θα παραμείνουν διαχειρίσιμοι, χωρίς άμεσο σημαντικό κίνδυνο στην ποιότητα του ενεργητικού τους.
Με την πάροδο του χρόνου, θα μπορούσε να υπάρξει μια ανοδική κίνηση σε επίπεδο αξιολογήσεων για αυτές τις τράπεζες, μετά από περαιτέρω βελτιώσεις του μακροοικονομικού περιβάλλοντος της χώρας, το οποίο θα μπορούσε να στηρίξει την καλύτερη ποιότητα ενεργητικού και την κερδοφορία, που θα συνδυαστούν με σταθερές κεφαλαιακές μετρήσεις και δείκτες άνω των ρυθμιστικών απαιτήσεων. Η περαιτέρω ενίσχυση των δεικτών TCE θα αποτελέσει επίσης σημαντικό «μοχλό» σε επίπεδο μελλοντικών αξιολογήσεων.
- Πώς θα μπορούσαν οι τράπεζες να ενισχύσουν την προβολή τους - εξωστρέφεια και να προσελκύσουν μεγάλες ξένες θεσμικές θέσεις (επενδυτές και long only funds). Η διαδικασία αποεπένδυσης του ΤΧΣ αποτελεί ένα καλό «κράχτη». Τι άλλο θα μπορούσε να λειτουργήσει υποστηρικτικά;
Θεωρούμε πως η μεγάλη έμφαση που δίνεται από τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών στην ενίσχυση των πιστωτικών τους προφίλ και στη βελτίωση των αξιολογήσεών τους, θα τραβούσε σίγουρα την προσοχή των διεθνών αγορών. Βλέπουμε ήδη τις ελληνικές τράπεζες να αξιοποιούν τις διεθνείς αγορές για την άντληση κεφαλαίων, κυρίως μέσω των senior preferred και Tier II τίτλων, κάτι που θα τις βοηθήσει να ανταποκριθούν στις ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL). Αναμένουμε ότι αυτό θα συνεχιστεί το 2024 - 2025, με αυξημένο ενδιαφέρον από ξένους θεσμικούς επενδυτές.
- Έχοντας αφήσει πίσω τους το μεγαλύτερο μέρος των δυσκολιών του παρελθόντος και στηριζόμενες στις αναπτυξιακές προοπτικές και τη δυναμική της οικονομίας, οι τράπεζες έδειξαν να επανέρχονται στη βασική τους θέση. Σας ανησυχεί ωστόσο το ενδεχόμενο τα υψηλά επιτόκια και η κρίση του κόστους ζωής να οδηγήσουν σε νέα defaults και νέα «κόκκινα» από την ενότητα των ρυθμισμένων δανείων (που να φτάσουν σε κάποιο ανησυχητικό επίπεδο); Πώς κρίνετε την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τους servicers;
Έχουμε επίγνωση του ζητήματος και παρακολουθούμε για τυχόν νέες αθετήσεις δανείων και ενδεχόμενο σχηματισμό νέων NPLs, εξαιτίας της οικονομικής προσιτότητας των δανειοληπτών με απομειωμένα δάνεια από τα υψηλότερα επιτόκια και τις πληθωριστικές πιέσεις. Αναμένουμε ότι θα υπάρξει κάποιος οργανικός σχηματισμός νέων NPLs, αν και όχι σε κάποιο ανησυχητικό βαθμό για το 2024 και ότι η κατάσταση θα είναι διαχειρίσιμη για τις ελληνικές τράπεζες, που ήδη λαμβάνουν προληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Πιστεύουμε ότι οι ευάλωτοι δανειολήπτες που έχουν ήδη ρυθμίσει τα δάνειά τους είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε αυτόν τον κίνδυνο. Αυτό αποτελεί επίσης ένα βασικό παράγοντα αξιολόγησης για τις ελληνικές τράπεζες στο μέλλον. Εάν αυτό το ζήτημα δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και οδηγήσει σε οποιαδήποτε επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού τους, υπάρχει ο κίνδυνος να υποβαθμίσουμε το outlook σε σταθερό από θετικό ή ακόμα και σε αρνητικό σε περίπτωση που η επιδείνωση είναι σημαντική.
Όσον αφορά τους servicers, είναι θετικό για το τραπεζικό σύστημα ότι αυτή η δευτερογενής αγορά NPLs αναπτύχθηκε πρόσφατα στην χώρα και βοήθησε τις τράπεζες να ξεφορτώσουν τα επισφαλή δάνειά τους και να αναθέσουν επίσης σε εξωτερικούς συνεργάτες την εξυπηρέτηση τυχόν NPLs που διατηρούν στους ισολογισμούς τους. Ωστόσο, ο μεγάλος όγκος αυτών των NPLs (overhang) παραμένει στην αγορά, γεγονός που αναπόφευκτα καθιστά ορισμένους δανειολήπτες μη βιώσιμους για οποιοδήποτε νέο δανεισμό.