Με την επιβεβαίωση του ισχυρού ενδιαφέροντος των διεθνών επενδυτών για τις ελληνικές τράπεζες επέστρεψαν οι Έλληνες τραπεζίτες από το επενδυτικό συνέδριο της JP Morgan στη Νέα Υόρκη. Το ενδιαφέρον των ξένων – στενά συνδεδεμένο με την απεμπλοκή των τραπεζών από τον έλεγχο του Δημοσίου – θα αποκρυσταλλωθεί μέσα στο επόμενο εικοσαήμερο στις αποφάσεις κυβέρνησης και ΤΧΣ για το ποσοστό μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς που θα διαθέσει το Ταμείο στο πλαίσιο της στρατηγικής αποεπένδυσής του από τις τράπεζες, καθώς και στις καταληκτικές επαφές που θα έχουν με τους επενδυτές οι σύμβουλοι της Τρ. Πειραιώς, UBS και Goldman Sachs ενόψει της διάθεσης των μετοχών, αμέσως μετά τις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων χρήσεως 2023 της Τράπεζας στις 23 Φεβρουαρίου.
Βλέποντας μακροπρόθεσμα πλέον τις ελληνικές τράπεζες, οι ξένοι επενδυτές στη Νέα Υόρκη είχαν σε προτεραιότητα στην ατζέντα των επαφών τους με τους CEO των τεσσάρων συστημικών τραπεζών τις προοπτικές για μερίσματα, κερδοφορία, έσοδα, πιστωτική επέκταση, ρευστότητα και κεφάλαια. Ενδιαφέρον εκδηλώθηκε και για το μέλλον του πέμπτου τραπεζικού πόλου στην Ελλάδα, με επίκεντρο την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό της Attica Bank, η οποία είχε παρουσία στο συνέδριο εκπροσωπούμενη από την CEO, Ελένη Βρεττού και ανώτατα στελέχη.
Το κεντρικό μήνυμα των Ελλήνων τραπεζών προς το διεθνές επενδυτικό ακροατήριο ήταν ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν γυρίσει σελίδα και παρουσιάζουν θετικές προοπτικές και αποδόσεις που ευνοούνται και από το περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας, το οποίο παρουσιάζει ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από αυτούς στην Ευρωζώνη. Την αλλαγή σελίδας για τις ελληνικές τράπεζες «προσυπογράφει» η απεμπλοκή του Δημοσίου από το μετοχικό τους κεφάλαιο, καθώς ήδη Eurobank και Alpha Bank είναι πλήρως ιδιωτικές, στην Εθνική Τράπεζα το ΤΧΣ διέθεσε ποσοστό 22% και απομένει η διάθεση του εναπομείναντος 18% μέσα στο 2024, ενώ τέλος Φεβρουαρίου – αρχές Μαρτίου αναμένεται η αποεπένδυση του ΤΧΣ από την Τράπεζα Πειραιώς (εκκρεμούν οι αποφάσεις για το εάν θα είναι εφάπαξ ή με αρχική διάθεση ποσοστού μικρότερου του 27% που κατέχει το Ταμείο).
Άμεσο αποτέλεσμα της αλλαγής σελίδας για τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες είναι η επιστροφή τους στη διανομή μερισμάτων από τα κέρδη της χρήσης 2023. Όπως είπαν οι τραπεζίτες στη Νέα Υόρκη, η Eurobank θα διαθέσει περί τα 300 εκατ. ευρώ για μέρισμα στους μετόχους της (ποσοστό έως 30% των κερδών του 2023), η Εθνική προσανατολίζεται στη διανομή περί το 25% των κερδών του 2023, με ανοιχτό το ενδεχόμενο ανταμοιβής των μετόχων και μέσω επαναγοράς μετοχών, η Alpha Bank σχεδιάζει διανομή του 20% των κερδών 2023 και η Τράπεζα Πειραιώς θα μοιράσει συμβολικό μέρισμα της τάξεως του 10% (περίπου 80 εκατ. ευρώ) που, όμως, θα αυξηθεί στο 15% και 25% των κερδών του 2024 και του 2025 αντίστοιχα.
Οι τραπεζίτες επεσήμαναν την υψηλή κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, η οποία αναμένεται περί τα 4 δισ. ευρώ για το 2023. Σημείωσαν δε ότι οι μειώσεις επιτοκίων που αναμένονται από την ΕΚΤ στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, θα έχουν μικρή επίπτωση στα επιτοκιακά έσοδα (υπολογίζεται στο 20%) και αυτά θα παραμείνουν υψηλά, υποστηριζόμενα από τα επιτοκιακά περιθώρια (μέσο επιτοκιακό περιθώριο 3,20%) που είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ.
Καθησυχαστικοί ήταν οι τραπεζίτες και για την πιστωτική επέκταση, η οποία το 2023 κινήθηκε υποτονικά στην Ελλάδα και αρνητικά στην Ευρωζώνη λόγω της αύξησης των επιτοκίων. Ο στόχος για 6 δισ. ευρώ νέα δάνεια το 2024 που έχουν οι ελληνικές τράπεζες είναι φιλόδοξος, αλλά επιτεύξιμος, με οδηγό τις εκταμιεύσεις δανείων για επενδυτικά έργα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Μέχρι το τέλος του 2023 οι τράπεζες είχαν συμβασιοποιήσει δάνεια 3,5 δισ. ευρώ, ενώ οι ρυθμοί θα ανεβάσουν ταχύτητα φέτος, με έμφαση σε χρηματοδοτήσεις επενδυτικών έργων στους τομείς ενέργειας, τουρισμού, logistics, βιομηχανίας, υποδομών, ναυτιλίας και εμπορίου.
Έμφαση δόθηκε στην υψηλή ρευστότητα που διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες. Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αναμένονται στο 96% του ΑΕΠ το 2023 και παρέχουν πλεονάζουσα ρευστότητα 75 δισ. ευρώ στο σύστημα, με τους δείκτες δανείων προς καταθέσεις μόλις στο 60%, έναντι ιστορικού υψηλού 165% το 2015 και κατά μέσο όρο 122% την περίοδο 2010-2022.
Τέλος, επισημάνθηκε η συνεχής βελτίωση των κεφαλαιακών δεικτών, οι οποίοι συμβαδίζουν ή και ξεπερνούν τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, αλλά και η συνεχιζόμενη εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με στόχο δείκτη ΝΡΕ κοντά στο 3% - 3,5% το 2025.