Τη χαμένη αίγλη του παρελθόντος αρχίζει να ανακτά σταδιακά το Χρηματιστήριο Αθηνών, με τον τραπεζικό κλάδο να αποτελεί έναν εκ των πρωταγωνιστών του «turnaround story» και το βασικό «μαγνήτη» προσέλκυσης σημαντικών ξένων κεφαλαίων.
Η risk on διάθεση, τα ακόμη, χαμηλά επίπεδα αποτιμήσεων των μετοχών των ελληνικών τραπεζών, η βιώσιμη κερδοφορία και τα διάφορα θετικά δομικά στοιχεία (πολιτική σταθερότητα, ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και αναπτυξιακή δυναμική) διαμορφώνουν έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο υψηλής ζήτησης, διευρύνοντας μάλιστα, συνεχώς το εύρος του ραντάρ των ξένων «παικτών» στους οποίους απευθύνονται οι τέσσερις συστημικές.
Υπό αυτό το πρίσμα, η AXIA συνεχίζει να έχει μια κλίση υπέρ του κλάδου, εστιάζοντας σε τέσσερις θεματικές που αναμένεται να βρεθούν στο επίκεντρο το 2024. Παράλληλα, ο οίκος θέτει σύσταση «buy» και για τις τέσσερις, αυξάνοντας τις τιμές στόχους στα 2,30 από 2 ευρώ προηγουμένως για την Alpha Bank, στα 2,50 ευρώ από 2,30 ευρώ για τη Eurobank, στα 8,80 από 7,40 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα και για την Τράπεζα Πειραιώς διατηρεί σταθερή την τιμή στόχο στα 5 ευρώ, έχοντας προβεί σε αναβάθμιση μετά την ανακοίνωση του guidance.
Η AXIA υπολογίζει σε υψηλότερα έσοδα από αμοιβές και προμήθειες στη βάση i) της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και του private banking που θα αποτελέσουν βασικούς «μοχλούς», ii) της επενδυτικής τραπεζικής, iii) του bancassurance, iv) της αύξησης των πληρωμών με τη χρήση πιστωτικών καρτών, παρότι οι τράπεζες έχουν πουλήσει τις μονάδες αποδοχής καρτών και εκκαθάρισης συναλλαγών (merchant acquiring) και v) των εκταμιεύσεων. Ως προς το τελευταίο σκέλος, οι επενδυτές μπορεί να θεωρούν ότι η ήπια πιστωτική επέκταση με πιο ευνοϊκούς όρους θα οδηγήσει στην πραγματικότητα σε χαμηλότερες προμήθειες από το κομμάτι των χορηγήσεων, αλλά οι ισχυρές ροές που σχετίζονται με το «όχημα» του RRF οδηγούν επίσης τις τράπεζες στη δημιουργία υψηλών προμηθειών που αναμένεται να ενισχυθούν περαιτέρω, σύμφωνα με τον επενδυτικό οίκο.
Επιπλέον, η σωστή κατανομή και αξιοποίηση των κεφαλαίων δημιουργεί μια μακροπρόθεσμη δυναμική. Όπως αναφέρουν οι αναλυτές, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ενισχύσει σημαντικά τους δείκτες CET1, αν και τα επίπεδα ανταμοιβής των μετόχων ενδέχεται να μην φτάσουν προς αυτά των αντίστοιχων ευρωπαϊκών τραπεζών, εξαιτίας της συντηρητικής στάσης του SSM έναντι των επιπέδων DTC τους, τα οποία ωστόσο αναμένεται να μειωθούν σημαντικά μέχρι τα τέλη του 2026. Από την άλλη, η θέση του SSM ευνοεί την υιοθέτηση κινήσεων αξιοποίησης της πλεονάζουσας ρευστότητας σε πιο μακροπρόθεσμες πρωτοβουλίες δημιουργίας εσόδων έναντι της διανομής μερισμάτων. Ως εκ τούτου, οι ελληνικές τράπεζες αναμένεται να λάβουν κίνητρα ώστε να συμμετάσχουν σε cross - border εξαγορές για να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους σε νέες αγορές, να επεκτείνουν το χαρτοφυλάκιό τους μέσω της ανάκτησης «θεραπευμένων» δανείων που διαχειρίζονται επί του παρόντος οι servicers (89 δισ. ευρώ στο τρίτο τρίμηνο του 2023) και να επιταχύνουν τις επενδύσεις - συνεργασίες στο σκέλος του fintech ώστε να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε εξειδικευμένες αγορές, που μπορεί να είναι έχουν μεγαλύτερο κόστος για τις ίδιες αν κινούνταν με ιδία κεφάλαια και πόρους.
Μια τρίτη ενότητα, αφορά την επιβράβευση των μετοχών. Παρά τον εξονυχιστικό έλεγχο των ρυθμιστικών αρχών σχετικά με τη σύνθεση του δείκτη CET1 των ελληνικών τραπεζών (λόγω της υψηλή συμμετοχής των DTCs στα κεφάλαια) οι αναλυτές αναμένουν μια πιο γρήγορη σύγκλιση των δεικτών payout των ελληνικών τραπεζών με εκείνους των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, με τη «Βασιλεία IV» να μην αναμένεται να προκαλέσει σημαντικές αλλαγές, ευνοώντας την παραπάνω σύγκλιση. Αυτή η ευθυγράμμιση οφείλεται στο ευνοϊκότερο μακροοικονομικό πλαίσιο της χώρας σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ενισχύοντας τη δυνατότητα διαμόρφωσης της κερδοφορίας και την απουσία επικείμενων ρυθμιστικών επιπτώσεων. Ενώ ελλοχεύουν κάποιες πιθανές προκλήσεις με την εφαρμογή της οριστικοποίησης της «Βασιλείας ΙΙΙ» («Βασιλεία IV»), η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει το πλαίσιο επιβράβευσης των μετόχων (διανομή μερισμάτων, επαναγορές ιδίων), οι ευρωπαϊκές τράπεζες δείχνουν να βρίσκονται σε μια αρκετά καλή θέση για να απορροφήσουν το RWA της «Βασιλείας IV».
Τα μοντέλα της AXIA δείχνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να διατηρήσουν τη δυναμική των εσόδων τους κατά το 2024 - 2025, κυρίως μέσω των υψηλότερων και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, επιτοκίων και της ανταπόκρισής τους στην ευαισθησία της μείωσης των επιτοκίων μέσω της υιοθέτησης διάφορων hedges, σε συνδυασμό με τα αυξανόμενα καθαρά έσοδα από προμήθειες. Αυτό θα υπεραντιστάθμισει οποιοδήποτε πληθωρισμό κόστους και κόστους κινδύνου, οδηγώντας σε υψηλότερο ROTE και δημιουργία κεφαλαίου. Κατά την AXIA, αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε νέες αναβαθμίσεις από την πλευρά του consensus, που θα υποστηρίξει το re - rating των ελληνικών τραπεζών.
Έτσι, ο οίκος αυξάνει τις εκτιμήσεις του για τα EPS της Alpha Bank κατά 6% για φέτος (οι εκτιμήσεις των αναλυτών βασίζονται στο ότι η Alpha Bank Romania και η Alpha Life έχουν ταξινομηθεί ως προς πώληση και δεν αποτελούν πλέον μέρος των συνεχιζόμενων εργασιών στα αποτελέσματα και φυσικά δεν αντικατοπτρίζονται στον ισολογισμό), της Eurobank κατά 7% (υπολογίζοντας στην εξαγορά του 70% της Ελληνικής Τράπεζας), της Εθνικής κατά 19% και της Τράπεζα Πειραιώς κατά 13%.
Με βάση τις εκτιμήσεις της AXIA για το 2025, η μετοχή της Alpha Bank διαπραγματεύεται με δείκτη P/TE στο 0,57x, η Eurobank στο 0,70x, η Εθνική στο 0,72x και η Τράπεζα Πειραιώς στο 0,62x, με τον προσαρμοσμένο δείκτη ROTE να κυμαίνεται μεταξύ 11% - 14% (χρησιμοποιεί το 2025 ως έτος αποτίμησης, εφαρμόζοντας κόστος κεφαλαίων 12% και ρυθμό ανάπτυξης 1,5% και για τις τέσσερις συστημικές). Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν κλείσει το μεγάλο χάσμα σε επίπεδο αποτιμήσεων με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές που διαπραγματεύονται επί του παρόντος στο 0,68x για το 2025.